Για την αμφισβήτηση της κατ’ οίκον εργασίας

Η υποχρεωτική ανάθεση κατ’ οίκον εργασιών διαχρονικά αποτελεί μια συνηθισμένη εκπαιδευτική πρακτική στην Κύπρο. Φαίνεται ότι έχει εδραιωθεί ως μία παγιωμένη πρακτική αυταπόδεικτης αξίας κι ως ένα από τα αμετακίνητα της παιδαγωγικής αφήγησης του τόπου. Κατά συνέπεια, απουσιάζει από τον δημόσιο διάλογο η κριτική προσέγγιση που λαμβάνει υπόψη τις μεταβολές που έχει επιφέρει η σύγχρονη εποχή στην μάθηση. Πρόκειται, ουσιαστικά, για ένα πεδίο, το οποίο περιβάλλεται από διάφορους μύθους που το τροφοδοτούν καθιστώντας το ένα από τα μεγαλύτερα εκπαιδευτικά ταμπού. Η άποψη, για παράδειγμα, ότι όσο πιο πολύ τα παιδιά αναμετρηθούν το απόγευμα με σχολικές εργασίες τόσο πιο έξυπνα θα γίνουν είναι διάχυτη. Ο σκυθρωπός μαθητής που κοπιάζει νυχθημερόν πάνω στα σχολικά βιβλία και φυλλάδια αποτελεί πρότυπο στο σύστημα αξιών ακόμα και της σημερινής κοινωνίας των νέων χώρων και μέσων συνεχιζόμενης μάθησης. Ταυτόχρονα, η εντύπωση ότι όσα πιο πολλά μαθήματα βάλει ένας δάσκαλος τόσο πιο καλός πρέπει να είναι εξακολουθεί να είναι βαθιά ριζωμένη. Κατά κάποιον τρόπο, ισχύει ένα κοινωνικό συμβόλαιο, το οποίο συνδέει την επιτυχία του δασκάλου, το ήθος και την εξυπνάδα του μαθητή και την αποδοχή που τυγχάνει το σχολείο από τους γονείς με την κατ’ οίκον εργασία. Είναι, όμως, μια πρακτική τόσο καθοριστική για την μάθηση και έχει πρόσθετη παιδαγωγική αξία που να δικαιολογεί την επιμονή με την οποία εφαρμόζεται;

Η εξέταση διαφόρων θεωρητικών τοποθετήσεων και ερευνητικών δεδομένων αποκαλύπτει μια σαφή τάση αμφισβήτησης της κατ’ οίκον εργασίας. Κατ’ αρχήν, η μεγάλη εικόνα αποκαλύπτει ότι οι μαθητές των χωρών που οι εκπαιδευτικοί αρέσκονται να βάζουν περισσότερα μαθήματα δεν υπερέχουν στους διεθνείς διαγωνισμούς από αυτές που αναθέτουν λιγότερα ή και καθόλου. Η καθημερινή ανάθεση μεγάλου όγκου εργασιών οδηγεί στα αντίθετα από τα προσδοκώμενα αποτελέσματα. Προς επίρρωση των παραπάνω, σημειώνεται ότι αρκετές έρευνες έχουν εντοπίσει αδύναμη συσχέτιση μεταξύ κατ’ οίκον εργασίας και σχολικής επίδοσης, ενώ άλλες κατέδειξαν σημαντικό όφελος για παιδιά λυκείου, μικρό για γυμνασιόπαιδα και μηδενικό για παιδιά δημοτικής και προδημοτικής εκπαίδευσης. Σ’ αυτό το πλαίσιο, έχουν κατατεθεί από καιρό στον ευρύτερο επιστημονικό διάλογο εισηγήσεις για κατάργηση των συμβατικών απογευματινών σχολικών εργασιών, υποστηρίζοντας, μεταξύ άλλων, ότι πρόκειται για μια μορφή άκομψης και μαθησιακά ανώφελης εισβολής στον πολύτιμο ιδιωτικό χώρο και χρόνο της οικογένειας.

Τα επιχειρήματα υπέρ της αμφισβήτησης της κατ’ οίκον εργασίας ποικίλλουν. Σε γενικές γραμμές, η απογευματινή τυπική εργασία εκλαμβάνεται ως υποχρέωση, ως μια λανθάνουσα αίσθηση ευθύνης προς τον σχολικό θεσμό, με αποτέλεσμα η χαρά και η απόλαυση, βασικές προϋποθέσεις για την μάθηση, να εξαλείφονται. Υπ’ αυτές τις συνθήκες, είναι πιθανή η καλλιέργεια αρνητικής και επίφοβης στάσης απέναντι στο σχολείο και τον δάσκαλο. Τα μικρά παιδιά εισέρχονται στο σχολείο με ενθουσιασμό λαχταρώντας, όμως, σταδιακά το κλείσιμο. Ενδεχομένως, η αντιστροφή των συναισθημάτων να σχετίζεται με τον όγκο και το είδος των απογευματινών σχολικών υποχρεώσεων.

Πέραν τούτων, η καθημερινή κατ’ οίκον εργασία περιορίζει δραστικά τον διαθέσιμο ελεύθερο χρόνο των παιδιών και συνεπώς τις ευκαιρίες ψυχοκινητικής ανάπτυξης. Ο χρόνος στην σύγχρονη εποχή φαίνεται να κυλάει γρηγορότερα με αποτέλεσμα η ψυχαγωγία, το αδόμητο παιχνίδι, το διάβασμα βιβλίων, η προσωπική μελέτη, η δημιουργικότητα, η ενασχόληση με κάποιο χόμπι, η φυσική άσκηση, η ανάπαυση να θεωρούνται περιττές πολυτέλειες. Η απογευματινή καταπόνηση, δεν επιτρέπει στα παιδιά να ξεκουραστούν σύμφωνα με το αναπτυξιακό στάδιο στο οποίο βρίσκονται, ώστε να είναι έτοιμα να απολαύσουν την επόμενη ημέρα στο σχολείο και γενικά την ζωή. Η ανάθεση δε επιπλέον εργασιών στις αργίες και διακοπές μπορεί να ερμηνευθεί ως μια μορφή τιμωρίας με απροσμέτρητες συνέπειες. Η παιδική ηλικία, εν ολίγοις, είναι πολύ μικρή για να υπερφορτώνεται με υποχρεώσεις αμφιλεγόμενου οφέλους που δεν αναγνωρίζουν την παιδική «φύση» και την προσωπικότητα εκάστου παιδιού.

Συν τοις άλλοις, σε πολλές περιπτώσεις, η κατ’ οίκον εργασία έχει αρνητικό αντίκτυπο στην λειτουργία της οικογένειας επιφέροντας άγχος και πίεση στην καθημερινότητα του σπιτιού. Αντί να επιδρά καταλυτικά στην ενίσχυση της σχέσης των γονέων με τα παιδιά, όπως άλλωστε επαγγέλλεται, καταλήγει συχνά σε μια άχαρη καταναγκαστική απασχόληση που προκαλεί αναστάτωση.

Σύμφωνα με τις οδηγίες του Υπουργείου Παιδείας και Πολιτισμού, η κατ’ οίκον εργασία πρέπει να λειτουργεί ως μία ευχάριστη δραστηριότητα και να εξατομικεύεται στον μέγιστο δυνατό βαθμό. Επισημαίνεται, επίσης, ότι οι ημέρες αργίας αφορούν στην ξεκούραση των παιδιών και όχι στην διεκπεραίωση περισσότερων εργασιών. Παρά το γεγονός ότι οι οδηγίες του ΥΠΠ οριοθετούν το πλαίσιο διαπερνώντας το μήνυμα, τρόπον τινά, της «αποσχολειοποίησης» της εξωσχολικής ζωής των παιδιών, εντούτοις, στην πράξη συνεχίζει να επιφορτίζεται με υποχρεωτικές συμβατικές εργασίες.

Η συστηματική ανάθεση τυποποιημένων εργασιών στο σπίτι μπορεί να ειδωθεί και ως μια απέλπιδα προσπάθεια του σχολικού θεσμού να περιχαράξει, ματαίως, την «ιδιοκτησία» της γνώσης σ’ έναν κόσμο που αλλάζει με ταχύτατους ρυθμούς. Το σχολείο, πλέον, δεν έχει το μονοπώλιο της μάθησης –πλούτος γνώσεων υπάρχει κι έξω απ’ αυτό. Στον σημερινό υπερεπικοινωνιακό κόσμο αναδύονται νέοι άτυποι χώροι μάθησης, οι οποίοι δυνητικά παρέχουν σε όλους την δυνατότητα να μάθουν μέσω μιας αδιάκοπης διαδικασίας δικτύωσης και νοηματοδότησης. Υπ’ αυτό το πρίσμα, η επιμονή σε φορμαλιστικές και καθολικές εργασίες εκλαμβάνει τους μαθητές πρωτίστως ως διεκπεραιωτές σχολικών φυλλαδίων παρά ως ενεργούς και ενθουσιώδεις κοινωνικούς δρώντες. Εξ αυτού, υποτιμάται η ικανότητα να μαθαίνουν αυτόνομα: με τον δικό τους ρυθμό και τρόπο, για τα δικά τους ενδιαφέροντα, στο δικό τους περιβάλλον. Υπονομεύεται, επίσης, η δυνατότητα να δημιουργούν προσωπικά δίκτυα μάθησης επιλέγοντας τους κόμβους που τους αφορούν (πηγές) και τις συνδέσεις που θα ακολουθήσουν (πορεία). Οι μαθητές σήμερα χρειάζονται υποστηρικτικά πλαίσια παρά καταναγκαστικές τυπικές εργασίες. Ένα ευέλικτο περιβάλλον που θα τους επιτρέπει και προτρέπει να ρυθμίζουν έξυπνα και δημιουργικά την απογευματινή μελέτη βάσει των αναγκών, των ενδιαφερόντων και των χαρισμάτων τους. Μέσω αυτού, αναμένεται ότι θα επανασυνδεθούν με τον αργό και ποιοτικό χρόνο και κατ’ επέκταση με τον εαυτό τους προκειμένου να δρέψουν τους καρπούς της ουσιαστικής παιδείας.


Με βάση τα παραπάνω διαλαμβανόμενα, η εμμονή της ανάθεσης προκαθορισμένων κατ’ οίκον εργασιών φαίνεται να εξυπηρετεί, εν πρώτοις, τον σχολικό θεσμό αντί τον μαθητή. Το επείγον, ωστόσο, διακύβευμα είναι η γέννηση του Μαθητή, του ερωτευμένου κάθε στιγμή με την μάθηση. Του Μαθητή που διακατέχεται από αθώα περιέργεια να εξερευνήσει όσα έχουν νόημα στην ζωή του ακολουθώντας τον δικό του μαθησιακό χάρτη. Προς την πορεία αυτή, καθοριστική θεωρείται η επανεξέταση της υποχρεωτικής κατ’ οίκον εργασίας και η εισαγωγή πρακτικών που προωθούν την πρωτοβουλία, την αυτορρύθμιση και την εξυπνότερη διαχείριση του χρόνου. 

Digi-digi template

Back to TOP