Εθνοκεντρισμός και εκπαίδευση

Το σχολείο αποτελεί τον κυριότερο μηχανισμό συγκρότησης, εδραίωσης και αναπαραγωγής της εκάστοτε εθνικής ταυτότητας. Μέσω της λεγόμενης εθνικής διαπαιδαγώγησης επιχειρείται η νομιμοφροσύνη και η πολιτισμική ομοιογένεια των μελών του έθνους–κράτους, ταυτίζοντας δηλαδή την πολιτική ιδιότητα με την πολιτισμική. Τα γνωστικά αντικείμενα της γλώσσας, της ιστορίας, της γεωγραφίας, συνεπικουρούμενα και από τις ποικίλες τελετουργίες που λαμβάνουν χώρα στα σχολεία, επιχειρούν να επιδείξουν τη μοναδικότητα του έθνους, την εδαφική οριοθέτησή του, αλλά και τις κοινές ιστορικές μνήμες και πολιτισμικές καταβολές που συνδέουν τους μαθητές.
Ως εκ τούτου και το εθνικό εκπαιδευτικό αφήγημα του τόπου θέτει στον πυρήνα του την ιδέα του έθνους. Αυτό εμφανίζεται ως μία αρχέγονη αναλλοίωτη φυσική οντότητα μέσα στο χωρόχρονο, η οποία αποτελεί την απόλυτη αλήθεια. Παρουσιάζεται ωσάν να είναι το περιούσιο και το εκλεκτό με τα κατορθώματα και τις ανδραγαθίες του παρελθόντος να περισσεύουν. Αποκρύπτονται εντέχνως οι εσωτερικές του αντιφάσεις ή ανομοιομορφίες στην προσπάθεια να παρουσιαστεί με συνοχή και ομοιογένεια. Επίσης προσδιορίζεται συγκρινόμενο με άλλα έθνη και πολιτισμούς αναδεικνύοντας σχεδόν πάντα τις «αγεφύρωτες» διαφορές και τις «ελάχιστες» ομοιότητες. Η έμφαση εν ολίγοις δίδεται στις διαφορές κι όχι στις ομοιότητες.
Η διαδικασία όμως της σύγκρισης μέσα από το εθνοκεντρικό πρίσμα επενεργεί πρωτίστως στο συμβολικό επίπεδο κατατάσσοντας την εθνική ταυτότητα των ημετέρων ανώτερη των «άλλων». Ακόμη αναπαράγει διάφορα στερεοτυπικά σχήματα αντίληψης των «άλλων» τα οποία οδηγούν φυσιολογικά στο ρατσισμό και στην ξενοφοβία. Αξίζει να σημειωθεί ότι στις πλείστες περιπτώσεις ο εθνοκεντρικός λόγος κατασκευάζει τη στερεοτυπική αναπαράσταση των εθνικών «άλλων», αντιστρέφοντας τη δική μας θετική αναπαράσταση. Επίσης μπορεί να δημιουργήσει ανενεργά άτομα που θα ζουν στη δική τους παρελθοντολογική απομονωτική αυτάρκεια, δίχως να προσφέρουν κάτι οι ίδιοι στο σύγχρονο κόσμο, παρά μόνο την υπερηφάνεια για το πολιτισμικό κεφάλαιο των προγόνων τους. Φρονώ όμως ότι είναι θεμελιώδης υποχρέωση της εκπαίδευσης να κατευθύνεται από τις αρχές της ισότητας των πολιτισμών και των ανθρώπων. Ο ρόλος της διόλου δεν είναι να ιεραρχεί πολιτισμούς, αλλά τουναντίον να παραμένει αξιολογικά ουδέτερη. Εξάλλου, οι μαθητές ως μελλοντικοί πολίτες θα κληθούν να συμβιώσουν και να συνεργαστούν στο σύγχρονο κόσμο με πολιτισμικά διαφέροντες απ’ αυτούς ανθρώπους και ως εκ τούτου απαιτείται να απαλλαγούν από οποιαδήποτε εθνοκεντρική εσωστρέφεια τυχόν τους διακρίνει. Η ζωή αποκτά αξία όταν ο άνθρωπος μάχεται για υπέρβαση κάθε βιολογικής ή κοινωνικής διάκρισης, ως επίσης και για αρμονική και αγαπητική συνύπαρξη με όλους τους συνανθρώπους του. Χρειάζεται επομένως οι μαθητές να αναπτύξουν όχι μόνο θετικές στάσεις προς τους «άλλους», αλλά και να δομήσουν γενικότερα μία «ισχυρή» ταυτότητα, η οποία θα βασίζεται στην αυτοπεποίθηση, στην αυτογνωσία και στη δεξιότητα της ενσυναίσθησης, τουτέστιν να μπορούν να τοποθετούν συναισθηματικά και γνωστικά το «εγώ» τους στη θέση του «άλλου».
Ενδεχομένως τούτο να επιτευχθεί ως ένα βαθμό εάν όλες οι έννοιες που παρουσιάζονται στο εκπαιδευτικό αφήγημα προσεγγιστούν υπό το πρίσμα της αναστοχαστικής ιστορικότητας. Το εθνοκεντρικό μοντέλο πρεσβεύει ότι όλες οι πολιτισμικές ιδιότητες ενός έθνους διατηρούνται αναλλοίωτες έξω από το χρόνο και την ιστορία και τούτο διότι τα έθνη και οι πολιτισμοί εκλαμβάνονται ως αρχέγονα, στατικά και άκαμπτα συστήματα. Η οποιαδήποτε διαλεκτική σχέση ανάμεσά τους αποσιωπάται εντέχνως ή ακόμη όταν παρουσιάζεται δαιμονοποιείται. Το ιδεολόγημα τούτο αυτοαναιρείται στο βαθμό αφενός που παρατηρούμε τη μαζική μετακίνηση πληθυσμών, άρα και πολιτισμών και ιδεών, και αφετέρου βιώνουμε τη ρευστότητα των ποικίλων ταυτοτήτων. Θεωρώ ότι είναι μείζονος σημασίας η εκπαίδευση να βοηθήσει το μαθητικό πληθυσμό να αντιληφθεί την ιστορικότητα υπό το πρίσμα της συνεχούς ρευστότητας, της μεταβλητότητας και της δυναμικής των εθνών και των πολιτισμών. Εξάλλου οι πολιτισμικές αλληλεπιδράσεις είναι έκδηλες παντού: στη γλώσσα, στην αρχιτεκτονική, στη μουσική, στη γαστρονομία κ.λπ. Η εκπαίδευση η οποία αρνείται πεισματικά την ύπαρξη πολιτισμικών αλληλεπιδράσεων στην ουσία εθελοτυφλεί. Αντ’ αυτού οφείλει να καταδείξει τις συσχετίσεις και τις αλληλεπιδράσεις των πολιτισμών και να αναδείξει τις ανταλλαγές ιδεών προς όφελος της συνεργασίας, της προόδου και της ανάπτυξης.
Επιπρόσθετα οφείλει να απαλλαγεί από την υπερβολική προσκόλληση στην ιδέα ενός άτεγκτου μονοπολιτισμικού έθνους, η οποία κατά συνέπεια αποκλείει a priori οποιοδήποτε μαθητή διαφέρει πολιτισμικά ή και μορφωτικά από την πλειοψηφία. Στην περίπτωση τούτη το μορφωτικό κεφάλαιο ενός ξένου μαθητή παραγκωνίζεται και απαξιώνεται, διότι δε θεωρείται άξιο αναφοράς κατά την εκπαιδευτική διαδικασία. Ως εκ τούτου, τα κίνητρα αυτών των μαθητών καταρρακώνονται και σταδιακά οδηγούνται στην παραίτηση από κάθε μορφή σχολικής συμμετοχής, τουτέστιν στη σχολική αποτυχία. Θεωρώ ότι είναι εκ των ων ουκ άνευ η εκπαίδευση να εντάξει εποικοδομητικά στους μηχανισμούς της τις προηγούμενες εμπειρίες και γνώσεις των πολιτισμικά διαφερόντων μαθητών. Οι εν λόγω μαθητές πρέπει να προσεγγιστούν ως φορείς ενός ισότιμου κι όχι ενός ελλειμματικού και ανεπαρκούς γνωσιολογικού φορτίου. Συνεπώς, η εκπαίδευση σεβόμενη τις ξεχωριστές πολιτισμικές βιογραφίες όλων των μαθητών, θα δημιουργήσει εκείνο το διδακτικό πλαίσιο κατά το οποίο όλοι οι μαθητές ανεξαρτήτως πολιτισμικού υποβάθρου θα αλληλεπιδρούν βιώνοντας τη χαρά της μάθησης ο ένας από τον άλλο, δίχως προκαταλήψεις, δογματισμούς και αποκλεισμούς.
Εν κατακλείδι, θεωρώ ότι η εκπαίδευση πρέπει να επαναπροσδιοριστεί λαμβάνοντας υπόψη τις νέες πραγματικότητες και τη σύγχρονη θέαση της ζωής. Πλέον τα εθνοκεντρικά ιδεολογήματα που ενυπάρχουν μέσα της κρίνονται ανεπίκαιρα. Έχω την πεποίθηση ότι χρειάζεται μία ριζική αναδόμηση του προσφερόμενου εκπαιδευτικού περιεχομένου, το οποίο θα προάγει αφενός την κοσμοπολίτικη διάσταση του σύγχρονου πολίτη και αφετέρου τις οποιεσδήποτε πολιτισμικές ιδιαιτερότητες ή επιλογές που μπορεί πλέον να κάνει ο σύγχρονος άνθρωπος.


*Του Αντώνη Ζαρίντα. Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα "Πολίτης" στις 25-10-2006

1 σχόλια:

Ανώνυμος 11 Απριλίου 2010 στις 9:53 μ.μ.  

Αγαπητέ Αντώνη΄
Κάθε παράδεισος έχει πολλές ομορφιές,όπως αυτές που στολίζουν το κείμενό σου.Κάθε παράδεισος έχει στο μέσον του, το ξύλο της ζωής,που υπάρχει για να μεταβάλλει το πικρό (της εκπαίδευσης) σε γλυκό.Τέλος κάθε (λογικός-ανθρώπινος)παράδεισος έχει το δέντρο της γνώσεως του καλού και του κακού.
Όποιος δηλαδή,είναι άγευστος μιας "μάχης" ζωής και θανάτου,όποιος δεν έχει πειράξει ούτε μυρμήγκι, είναι κακό να γράφει ιστορίες πολέμου ή ειρήνης .......και ακόμη περισσότερο(κακό) να θέλει να ζωγραφίζει μπρος τα μυαλά των μαθητών,"παράδεισο" χωρίς Χριστό.
ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΝΕΣΤΗ
emmadimitris@yahoo.gr

Digi-digi template

Back to TOP