Συζητώντας για τη διγλωσσία...

Είναι πλέον αυταπόδεικτο γεγονός ότι η Κύπρος έχει μετατραπεί από χώρα αποστολής σε χώρα υποδοχής μεταναστών. Τούτη η πραγματικότητα προβάλλεται σε έντονο βαθμό και μέσα στα σχολεία. Οι πλείστες σχολικές μονάδες υποδέχονται κάθε χρόνο μαθητές από άλλες χώρες. Η σχολική τάξη πλημμυρίζει από διάφορες γλώσσες και πολιτισμούς. Είμαστε όμως ψυχολογικά προετοιμασμένοι, αλλά και επιστημονικά καταρτισμένοι να τους δεχθούμε και να τους εντάξουμε αρμονικά στη σχολική πραγματικότητα; Ή μήπως καταφεύγουμε αβίαστα σε ισοπεδωτικές και ασφυκτικές αφομοιωτικές πρακτικές; Θεωρώ ότι είναι απαίτηση της εποχής να αναπτυχθεί ένας ευρύτερος κοινωνικός και παιδαγωγικός διάλογος για να αντιμετωπιστεί αυτή η νέα πραγματικότητα.
Ένα κρίσιμο ερώτημα που αντιμετωπίζουν οι εκάστοτε φορείς εκπαιδευτικής πολιτικής όταν έρχονται αντιμέτωποι με ζητήματα υποδοχής και παιδαγωγικής ένταξης μεταναστών μαθητών, είναι κατά πόσο θα τους προσφέρουν ένα δομημένο και μακροχρόνιο πρόγραμμα δίγλωσσης εκπαίδευσης ή θα επαναπαυτούν στο υπάρχων σύστημα. Στο βαθμό όμως που θα υιοθετηθεί μία εθνοκεντρική προσέγγιση, θα γίνει προσπάθεια να υποβαθμιστεί ή και να εξαλειφθεί η διαφορετική γλώσσα προς όφελος φυσικά της επίσημης. Επιχειρήματα του τύπου ότι κινδυνεύει με εθνική διάσπαση το κράτος που θα εντάξει εποικοδομητικά στους εκπαιδευτικούς μηχανισμούς του τις γλώσσες των μεταναστών μαθητών, αποσπούν μόνο περιφρονητικά σχόλια. Επίσης, το επιχείρημα ότι πλήττονται μαθησιακά οι φυσικοί ομιλητές της κυρίαρχης γλώσσας (οι μαθητές με μητρική γλώσσα την επίσημη) από την παρουσία στην τάξη τους δίγλωσσων μαθητών ανάγεται σε μία ξενοφοβική σφαίρα. Οι απολογητές του γλωσσικού αποκλεισμού χρησιμοποίησαν κατά καιρούς και διάφορα άλλα επιχειρήματα όπως: ο ανθρώπινος εγκέφαλος έχει «χώρο» για μία μόνο γλώσσα (οπότε δεν υφίσταται θέμα για εκμάθηση άλλης), υπάρχουν βιολογικοί περιορισμοί για την εκμάθηση μιας νέας γλώσσας (άρα προς τι η προσπάθεια;), ή ακόμη και το ακραίο, ότι η διγλωσσία δεικνύει νοητική ανισορροπία (ως προς το ότι ο εγκέφαλος «μπερδεύει» τις γλώσσες)! Πίσω από όλα αυτά τα επιχειρήματα, φρονώ ότι υποβόσκει η επιθυμία παγίωσης ενός μονογλωσσικού και μονοπολιτισμικού κράτους και ο αποκλεισμός οποιασδήποτε ετερογένειας. Συνεπώς, και η ετερογλωσσία αντικρίζεται ως μίασμα και ολίσθηση του εκπαιδευτικού συστήματος. Ούτως ή άλλως αυτές οι αναχρονιστικές τοποθετήσεις θεωρούνται αντιεπιστημονικές και κατ’ επέκταση αντιπαιδαγωγικές. Κι αν πάλι όλα αυτά θεωρούνται από την κοινή γνώμη ως οιονεί αυτονόητα, τότε η εκπαίδευση έχει χρέος να ασκήσει κριτική και να αποδομήσει όλα τα προαναφερθέντα πεπαλαιωμένα ψευδοεπιχειρήματα.
Έχω την ισχυρή πεποίθηση ότι εάν το υφιστάμενο σχολικό περιεχόμενο δεν προσαρμοστεί, ώστε να αγκαλιάσει και τους δίγλωσσους μετανάστες μαθητές, τότε αναπόφευκτα θα παρατηρηθούν υψηλά ποσοστά σχολικής αποτυχίας με όλα τα συνεπακόλουθα. Θεωρώ ότι πρέπει να αναπτυχθεί παράλληλα κι ένα δίγλωσσο σχολικό πρόγραμμα, το οποίο δεν θα ακυρώνει την πρώτη γλώσσα του μετανάστη μαθητή, αλλά θα βασίζεται πάνω της. Συνεπώς, με τον τρόπο αυτό, αφενός θα εμπλουτιστεί το γλωσσικό δυναμικό του μαθητή και αφετέρου θα τον καταστήσει πολιτισμικά ίσο με τους αυτόχθονες. Εξάλλου, αποτελεί αξίωμα ότι όλες οι γλώσσες είναι ίσες μεταξύ τους και καμία δεν είναι πιο σωστή ή πιο ωραία από τις άλλες. Οι γλώσσες δεν κατακτώνται η μία ανεξάρτητα από την άλλη, αλλά αποτελούν από μόνες τους ενότητα. Η κατάκτηση μίας νέας γλώσσας δεν αποτελεί διαδικασία απλής γραμμικής πρόσθεσης, τουναντίον είναι αποτέλεσμα της ποιοτικής σχέσης και αλληλεπίδρασης με την πρώτη μητρική γλώσσα.
Στην περίπτωση, όμως, που επιχειρηθεί η απότομη ανάπτυξη της κυρίαρχης γλώσσας εις βάρος της μητρικής γλώσσας του μετανάστη μαθητή, τότε θα διακοπεί η ανάπτυξη της μητρικής του γλώσσας, χωρίς όμως να αναπτυχθεί ούτε η κυρίαρχη. Στην ουσία δεν θα γνωρίζει πλήρως ούτε τη μητρική του γλώσσα, αλλά ούτε και τη νέα! Πλέον, η σύγχρονη γλωσσολογία τονίζει ότι ο δίγλωσσος μαθητής δεν μαθαίνει τη νέα γλώσσα ex nihilo, παρά μόνο από το σημείο που ήδη γνωρίζει τη δική του γλώσσα. Συνεπώς, όσο πιο καλά γνωρίζει τη μητρική του γλώσσα, τόσο καλύτερα θα μάθει και τη νέα. Παιδαγωγικά ομιλούντες, η πρότερη γνώση που έχει ο μετανάστης μαθητής θα επιδράσει καταλυτικά στην επιτυχή κατάκτηση της νέας προσφερόμενης από το σχολείο γνώσης, στο βαθμό όμως που υπάρχει ένα κατάλληλο μαθησιακό πλαίσιο.
Είναι λοιπόν αναγκαιότητα ο πυρήνας της διδακτικής παρέμβασης να είναι η προσωπική πολιτισμική βιογραφία του εκάστοτε μαθητή. Εν ολίγοις, η διδασκαλία πρέπει να ξεκινά από αυτά που ήδη γνωρίζει ο μαθητής. Η μεταφορά μορφωτικών δεξιοτήτων και γνώσεων από τη μία γλώσσα στην άλλη, θα ωφελέσει καταλυτικά στην επίδοση του μετανάστη μαθητή. Επιπλέον, θα τονώσει την αίσθηση της ταυτότητάς του, δημιουργώντας ιδανικές συνθήκες μάθησης.
Σε αντίθετη περίπτωση, εάν το εκπαιδευτικό σύστημα αγνοεί, αποσιωπά ή ακόμα απαξιώνει το πολιτισμικό και γνωσιολογικό υπόβαθρο του μετανάστη μαθητή, τότε σταδιακά θα τον οδηγήσει στην παραίτηση και στην περιθωριοποίηση. Η αρχική αποξένωση θα οξύνεται και θα γίνεται ολοένα και πιο άκαμπτη. Είναι προφανές ότι εάν το σχολικό πρόγραμμα είναι ξένο προς τους μετανάστες μαθητές, τότε ενδεχομένως να επιλέξουν τη σιωπή και την απόσυρση από την προσπάθεια για μάθηση. Τις περισσότερες φορές η σιωπή των μεταναστών μαθητών ερμηνεύεται λανθασμένα ως έλλειψη πνευματικών ικανοτήτων, ενώ στην πραγματικότητα απλά δεν δύνανται να παρακολουθήσουν ένα εκπαιδευτικό πρόγραμμα που είναι προσαρμοσμένο πάνω στις ανάγκες και τα βιώματα μόνο των αυτοχθόνων μαθητών. Ως εκ τούτου, η σχολική πραγματικότητα θα γίνει για τους μαθητές αυτούς μάταιη και αφιλόξενη, ενώ ο υπέρτατος στόχος της εκπαίδευσης είναι να προσφέρει απλόχερα το αγαθό της γνώσης, δίχως το ελάχιστο ίχνος διάκρισης, σε όλα ανεξαιρέτως τα παιδιά. Εξάλλου, εάν η κοινωνία σέβεται και ενθαρρύνει την πολιτισμική ιδιαιτερότητα του μετανάστη, τότε και ο μετανάστης θα έχει την επιθυμία να συνάψει θετικές σχέσεις μαζί της.
Εάν πάλι εφαρμοστεί ένα δίγλωσσο εκπαιδευτικό πρόγραμμα για τους μετανάστες μαθητές, πρέπει να ληφθεί υπόψη πότε αυτό θα ολοκληρωθεί. Ενδεχομένως να θεωρηθεί επαρκές το να μάθει το σχολείο στον μετανάστη μαθητή να επικοινωνεί λεκτικά, έστω και με τον πιο απλοϊκό τρόπο. Όντως, οι μετανάστες μαθητές αρχίζουν από μόνοι τους πολύ γοργά να επικοινωνούν με σχετική άνεση χρησιμοποιώντας τη λεγόμενη «γλώσσα του διαλείμματος». Όμως, μία επικίνδυνα απλουστευμένη προσέγγιση του φαινομένου τούτου, είναι να εκληφθεί αυτή η πρωτογενής επικοινωνιακή άνεση ως πλήρης κατάκτηση όλων των πλευρών της κυρίαρχης γλώσσας, με αποτέλεσμα οι μετανάστες μαθητές να εξισωθούν πρώιμα με τους φυσικούς της ομιλητές. Δηλαδή, εφόσον καταφέρνουν να επικοινωνούν προφορικά με τους γύρω τους, τότε δεν διαφέρουν σε τίποτε από τους υπόλοιπους αυτόχθονες φυσικούς ομιλητές. Συνεπακόλουθα, οποιοδήποτε πρόγραμμα δίγλωσσης εκπαίδευσης τροχοδρομήθηκε, διακόπτεται και οι δίγλωσσοι μαθητές εντάσσονται κανονικά στις τάξεις με τους φυσικούς ομιλητές ωσάν να έχουν καταφέρει να συμβαδίσουν γλωσσικά μαζί τους, επειδή μπορούν να επικοινωνούν προφορικά με τη «γλώσσα του διαλείμματος». Είναι αντιληπτό όμως, ότι οι φυσικοί ομιλητές αποτελούν έναν «κινούμενο στόχο», τον οποίο οι δίγλωσσοι μαθητές χρειάζονται μακροχρόνια στήριξη για να φτάσουν. Είναι ερευνητικά διαπιστωμένο ότι οι μετανάστες μαθητές χρειάζονται 5-7 χρόνια συνεχούς εκπαιδευτικής στήριξης για να προσεγγίσουν γλωσσικά το επίπεδο των φυσικών ομιλητών. Στην απουσία της, η σχολική αποτυχία θα είναι δυστυχώς αυξημένη και το πλέον καταστροφικό είναι όταν αυτή αποδοθεί κατευθείαν στον ίδιο τον μαθητή, υπό τη μορφή είτε της μορφωτικής ανεπάρκειας, είτε της πολιτισμικής κατωτερότητας, είτε της ατομικής ανευθυνότητας κ.λπ. Η ευθύνη της αποτυχίας ουσιαστικά επιρρίπτεται στο υποκείμενο της μάθησης, ενώ το εκπαιδευτικό σύστημα αυτο-απενοχοποιείται, διότι, όντως έχει προσφέρει ένα δίγλωσσο πρόγραμμα, έστω κι αν αυτό κρίθηκε ανεπαρκές. Κοντολογίς, εάν ένα δίγλωσσο εκπαιδευτικό πρόγραμμα έχει βραχυπρόθεσμο ορίζοντα και αποσπασματική εφαρμογή, θα είναι καταδικασμένο a priori σε αποτυχία.
Είναι δεδομένο ότι μία εξισωτική εκπαιδευτική πολιτική με ένα μονοδιάστατο, γενικευμένο και καθολικό αναλυτικό πρόγραμμα για όλους, συντείνει στο να διατηρούνται οι ήδη υπάρχουσες ανισότητες μεταξύ των αυτοχθόνων και μεταναστών μαθητών. Η εκπαίδευση οφείλει να αναπροσαρμόζεται, παρέχοντας ίσες ευκαιρίες μάθησης, δίδοντας φωνή σε όλους ανεξαιρέτως τους μαθητές. Υπό το πρίσμα τούτο αναφύεται η αδήριτη ανάγκη να δημιουργηθεί άμεσα εκείνο το παιδαγωγικό πλαίσιο, που θα στηρίξει ουσιαστικά και μακροχρόνια τους δίγλωσσους μαθητές, οδηγώντας τους στη σχολική επιτυχία.
Εν κατακλείδι, η διγλωσσία δεν είναι ποσώς ένα εκπαιδευτικό ή ακόμα χειρότερα ένα εγγενές μειονέκτημα. Τουναντίον, αποτελεί ένα θετικό παράγοντα για τη μαθησιακή ανάπτυξη των μαθητών, εφόσον όμως αξιοποιηθεί συστηματικά. Είναι προτιμότερο ένας δίγλωσσος μαθητής να εκτιμάται θετικά, παρά να περιθωριοποιείται, βιώνοντας το απεχθές αίσθημα της γλωσσικής ενοχής, επειδή, απλά, γνωρίζει μία διαφορετική γλώσσα.

*Του Αντώνη Ζαρίντα. Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα "Πολίτης" στις 15-5-2007

Digi-digi template

Back to TOP