Σκέψεις πάνω στην ανάγνωση της έκθεσης της Παγκόσμιας Τράπεζας


Παρά το γεγονός ότι μία από τις σημαντικότερες επιπτώσεις της κρίσης στη δημοκρατία είναι η αφαίρεση του λόγου -υπό το πρίσμα ότι τα διακυβεύματα παρουσιάζονται σε αφαίρεση από την κοινωνία, με την αίσθηση του κατεπείγοντος και ωσάν να έχουν μία και προκαθορισμένη απάντηση- η εκπαίδευση είναι κάτι πολύ σημαντικό για να αποδεχθούμε αβασάνιστα, χωρίς διάλογο και αμφιλογία οποιαδήποτε έκθεση. Πόσο μάλλον όταν τη δημόσια σφαίρα οικειοποιείται ο ίδιος «εκσυγχρονιστικός» λόγος, δίχως να αφήνει περιθώρια εναλλακτικών οπτικών. Μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο, παρατίθενται πιο κάτω ορισμένες σκέψεις πάνω στη φιλοσοφία της έκθεσης της Παγκόσμιας Τράπεζας, θεωρώντας ότι η ανάγνωση υπό το φως της κριτικής είναι απαραίτητη.

Η έκθεση «Teacher Policies in the Republic of Cyprus» ως πολιτικό κείμενο που διεκδικεί αυθεντία, χρειάζεται να μελετηθεί εις βάθος από τον καθένα. Θα μπορούσε, κάλλιστα, να απασχολήσει πάμπολλες συνεδριάσεις εκπαιδευτικού προσωπικού, να οδηγήσει στη διοργάνωση ημερίδων, να προωθήσει σε γενικές γραμμές το διάλογο. Θα ήταν, όμως, αφελές να προσεγγιστεί ως ένα στατικό κείμενο με εισηγήσεις που είμαστε «ελεύθεροι» να επιλέξουμε όσες μας αρέσουν. Ως φορέας σημαντικών άδηλων νοημάτων, ως δυνητικός ιδεολογικός οδοδείκτης και ως το αρχικό σημείο αναφοράς όσων ασκούν εκπαιδευτική πολιτική, απαιτεί κριτική ανασκαφή του λόγου του. Συνεπώς, πρέπει να προβληματίσει όχι μόνο τι λέει, αλλά και τι δεν λέει. Να εξεταστούν οι παραπομπές τεκμηρίωσης (πολλές φορές η βιβλιογραφία μιλάει πιο δυνατά απ’ το κείμενο). Να μελετηθεί η κοσμοθεωρία των συγγραφέων πίσω από την έκθεση. Να διαβαστεί υπό τη μεγάλη εικόνα της παγκόσμιας πολιτικοοικονομικής κρίσης. Να εντοπιστούν οι αποκλίσεις από τις μεγάλες παιδαγωγικές σχολές. Ακόμη, να προβληματίσει για την αντικατάσταση της υπό εξέλιξη εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης από εισηγήσεις ενός υπερεθνικού οργανισμού. Εν ολίγοις, είναι ωφέλιμο η ανάγνωση της έκθεσης να ενταχθεί σ’ ένα ολοκληρωμένο πλαίσιο, διαφορετικά θα διαβαστεί αποσπασματικά και ενδεχομένως επικίνδυνα απλουστευτικά.

Κατ’ αρχάς, δεν πρόκειται για εκπαιδευτική μεταρρύθμιση. Αντιθέτως, αφορά μια τεχνοκρατική αναδιοργάνωση, η οποία εκπορεύεται από μοντέλα της αγοράς που βρήκαν πρόσφορο έδαφος να επιβληθούν ως «εκσυγχρονιστική ορθοδοξία» μέσα από τις πολιτικές «λιτότητας» (αν και κατά τον Βαρουφάκη ο όρος «αυστηρότητα», αυτό που οι αγγλο-αμερικανοί μεταφράζουν ως austerity, αποδίδει πολύ καλύτερα την ασκούμενη στην Ευρώπη πολιτική).

Σαφώς και η έκθεση δεν εμφορείται από τις απελευθερωτικές ιδέες μεγάλων στοχαστών όπως Ρουσσώ, Ντιούι, Ταγκόρ, Φρέιρε κ.ά. Φαίνεται να μην ήταν καν η επιδίωξη τους. Τουναντίον, η όλη αφήγηση διαπνέεται από οικονομικές ορθολογικότητες. Είναι εμποτισμένη στη λογική του profit & loss, του καρότου και του μαστιγίου, της ποσοτικοποίησης της ανθρώπινης ύπαρξης με όρους βιοπολιτικής, της άποψης ότι η «ελεύθερη αγορά» είναι η ανώτερη μορφή ηθικής, ότι είναι, τελικά, η Δημοκρατία (το αν, όντως, είναι ελεύθερη ή υπόκειται σε νέες μορφές εξουσίας ή, ακόμη, αν η ελευθερία αυτή κατανέμεται ισότιμα, είναι ερωτήματα προς προβληματισμό). Σε γενικές γραμμές, σκιαγραφείται το κατά Φρέιρε «αποταμιευτικό μοντέλο μάθησης», αυτό που δίνει έμφαση στο έχειν, υποτιμώντας τη διαρκή τάση του ανθρώπου προς την αναζήτηση νοήματος (κι εδώ αναδεικνύεται ο καταλυτικός ρόλος των ανθρωπιστικών σπουδών και των ελευθέρων τεχνών που νοηματοδοτούν τη ζωή και χρειάζεται να έχουν περίοπτη θέση στα σχολεία).

Οι εισηγήσεις της Παγκόσμιας Τράπεζας προϋποθέτουν ότι με τα μπόνους και τις τιμωρίες των δασκάλων τα παιδιά θα μάθουν. Προφανώς η λογική αυτή είναι ξένη προς την παιδαγωγική θεωρία. Όπως, επίσης, και η πεποίθηση ότι μπορεί να αποτυπωθεί «αντικειμενικά» η πραγματικότητας της μάθησης, να εξευρεθεί -ή μήπως επινοηθεί;- ο κοινός «αλγόριθμός» της, ώστε να οριστεί σε εθνικά επίπεδα. Η μάθηση δεν είναι επίδοση για να μετρηθεί σε τυποποιημένα τεστ και σε συνεχείς προκαθορισμένες και ψυχοφθόρες αξιολογήσεις. Η διεθνής εμπειρία δείχνει ότι τα τεστ αντί να χρησιμοποιούνται συμπληρωματικά ως διαγνωστικά εργαλεία, καταντούν αυτοσκοπός, μέσα τιμωρίας ή επιβράβευσης παιδιών και εκπαιδευτικών, αποπροσανατολίζουν από τα κοινωνικοοικονομικά προβλήματα που επηρεάζουν τη μάθηση και καταντούν το απόλυτο φετίχ του εκπαιδευτικού συστήματος. Όλοι τα ζητούν κι όλοι περιστρέφονται γύρω τους. Μια έμμονη, μονολιθική, μυωπική ιδέα. Σ’ αυτή τη δίνη των μετρήσιμων αποτελεσμάτων δάσκαλοι και παιδιά ψάχνουν να βρουν τη διαύγεια να ισορροπήσουν σ’ ένα πλέγμα πολλαπλών αλληλεπιδράσεων και περίπλοκων εμπειριών όπως είναι το σχολείο.

Η αίσθηση που δημιουργεί η έκθεση είναι της περαιτέρω επιβάρυνσης του εκπαιδευτικού έργου και της μαθησιακής καθημερινότητας. Κουρασμένοι δάσκαλοι, με μειωμένους μισθούς και με καταρρακωμένα επαγγελματικά κίνητρα, θα προσπαθούν καθημερινά να κάνουν το ταξίδι στη γνώση μια ευχάριστη εμπειρία, βρισκόμενοι, ταυτόχρονα, στη μέγγενη της απόλυσης, της πίεσης των προϊσταμένων με τις (προτεινόμενες) αναβαθμισμένες εξουσίες και της κοινωνικής ανυποληψίας (αφού η απαξίωση καθετί δημόσιου είναι από τα σταθερά σημεία του επικοινωνιακού πρωτοκόλλου των μνημονιακών χωρών). Το χαρούμενο σχολείο, ένας διαρκής στόχος, θα αντικατασταθεί με τον αγχογόνο στόχο της επίδοσης σε προκαθορισμένα επίπεδα (και ενδεχομένως ξένα ως προς τις εξατομικευμένες ανάγκες). Ουσιαστικά, μέσω ενός καθολικού και στατικού ΑΠ θα επιχειρείται η κατάκτηση κοινών επιπέδων σε σχολεία με ανομοιογενή μαθητικό πληθυσμό. Αυτή η φορμαλιστική θέαση της μαθησιακής διαδικασίας, πόρρω απέχει από την απελευθερωτική εκπαίδευση που υποβοηθά την κοινωνική πρόσβαση, έχει αφετηρία τις προσωπικές βιογραφίες των μαθητών, ασκεί κριτική στις κυρίαρχες κοινωνικές δομές, διαπραγματεύεται τα νοήματα, προετοιμάζει τους μαθητές για έναν κόσμο πολιτισμικής ποικιλίας.

Ο Μαξ Βέμπερ ήταν από τους πρώτους που εντόπισαν την αντίφαση μεταξύ της γραφειοκρατικοποίησης των επαγγελμάτων και της δημιουργικότητας, του αυτοσχεδιασμού, του ωφέλιμου ρίσκου. Αυτή η αντίφαση βιώνεται και στα σχολεία, με την απρόσωπη γραφειοκρατία να πνιγεί, σε πολλές περιπτώσεις, τη δημιουργικότητα, την πρωτοβουλία και το φιλότιμο δασκάλων και μαθητών. Η γραφειοκρατία θέτει τα όρια και υπακούει τους τύπους, εν αντιθέσει με τη δημιουργικότητα που σπρώχνει τα όρια και γαργαλά τους τύπους. Η στείρα τυπολαγνεία και η συνεχής λογοδότηση, του εκ της φύσεως του ελεύθερου και δημιουργικού επαγγέλματος του δασκάλου, συνιστά αυτό που περιέγραφε ο Φρέιρε ως «γραφειοκρατικοποίηση του νου». Οι εισηγήσεις της Παγκόσμιας Τράπεζας φαίνεται να μην προτείνουν λύση σ’ αυτό το αγκάθι των σχολειών, πέραν από το ανώφελο φετίχ των μπόνους και των τιμωριών.

Αξιοπρόσεκτο της ανάγνωσης αποτελεί και το γεγονός της αποσπασματικής επίκλησης καλών πρακτικών άλλων χωρών όπως για παράδειγμα της Φινλανδίας, της Ιαπωνίας κ.ά.. Μόνο που η επιλεκτική παράθεση παραδειγμάτων αποκρύπτει το γεγονός ότι η σχολική επιτυχία αφορά σύνολο πρακτικών, οι οποίες είναι ενταγμένες ομαλά μέσα σ’ ένα ολοκληρωμένο σύστημα και σε μια ιδιάζουσα κουλτούρα. Για παράδειγμα, η έκθεση φαίνεται να αποσιωπά ότι η Φινλανδία ακολουθεί το δικό της δρόμο, μακριά από τη λογική της λογοδότησης και της τυποποίησης. Ότι δάσκαλοι και μαθητές συνεργάζονται σε δίκτυα σχολείων, δεν ανταγωνίζονται στην «ελεύθερη αγορά της εκπαίδευσης» να φτάσουν πρώτοι τους δείκτες. Ότι πιστεύουν στο «less is more» παρά στην καταπόνηση κι ότι δεν ακολουθούν ένα τυποποιημένο αναλυτικό πρόγραμμα για όλους, αλλά κάνουν πράξη τον προσωπικό χάρτη του σχολείου και του μαθητή (για αναλυτική παρουσίαση του Φινλανδικού μοντέλου βλ. Φινλανδικά μαθήματα, Sahlberg, P., 2013, Εκδ. Επίκεντρο).

Η έκθεση της Παγκόσμιας Τράπεζας μπορεί να ειδωθεί κι ως μια πρόσκληση σε δημιουργικό διάλογο σε μια περίοδο τετελεσμένων. Να σταθεί η αφορμή να γεννηθούν νέα ερωτήματα, παρά να διευθετήσει ηγεμονικά τα εκπαιδευτικά ζητήματα. Στην τελική, είναι καιρός κι εμείς οι δάσκαλοι να αναρωτηθούμε τι παιδεία θέλουμε και ποιος αναμένουμε να είναι ο ρόλος μας. Να μιλήσουμε, επιτέλους, για το ποιοι είμαστε και τι όραμα έχουμε. Να συζητήσουμε όλα αυτά που τόσο καιρό δεν λέγαμε, ενώ έπρεπε να ήταν η προτεραιότητα μας.

Η σύγχρονη εποχή με τις ραγδαίες εξελίξεις και με σημαντικά ζητήματα να αναφύονται, απαιτώντας παγκόσμια συνεργασία και αλλαγή πλεύσης (κλιματικές αλλαγές, ανθρώπινα δικαιώματα, παγκοσμιοποιημένη οικονομία κ.ά.), θέτει την εκπαίδευση ενώπιων νέων προκλήσεων. Η προσαρμογή σ’ ένα περιβάλλον τόσο δυναμικό, συνειδητοποιώντας παράλληλα τις ανάγκες του μέλλοντος, είναι εκ των ων ουκ άνευ. Η ουσιαστική ενίσχυση της εκπαίδευσης, από την προσχολική αγωγή έως την ακαδημαϊκή έρευνα και τη δια βίου μάθηση, είναι ο ασφαλέστερος δρόμος προόδου ενός χρεοκοπημένου, σε πολλαπλά επίπεδα, κόσμου. Το αν οι εισηγήσεις της Παγκόσμιας Τράπεζας κινούνται προς αυτή την κατεύθυνση είναι κάτι που πρέπει να προβληματίσει τον καθένα. Δημοσίως.

*Του Αντώνη Ζαρίντα. Δημοσιεύθηκε στο paideia-news στις 4-5-2014

Digi-digi template

Back to TOP