Οικονομική παγκοσμιοποίηση και κοινωνικό κράτος

Του Αντώνη Ζαρίντα


Η απάντηση στο δίλημμα «περισσότερη ελευθερία ή περισσότερη ισότητα»[1] ενδεχομένως να δόθηκε από την οικονομία. Η παγκόσμια επικράτηση του νεοφιλελευθερισμού (ορθόδοξου φιλελευθερισμού) έχει επιβάλει ως οικονομική ορθοδοξία την «αρνητική ελευθερία της αγοράς, που λειτουργεί με την ελάχιστη παρέμβαση του κράτους» (Cohn, 2009:134). Συνεπώς, η ελευθερία των αγορών, των ευκαιριών, των τυχοδιωκτισμών προκρίθηκε ως η μέγιστη αξία. Η ασυδοσία θεωρήθηκε ελευθερία και η απληστία ευημερία.

Την ίδια στιγμή, συνεχίζουμε να έχουμε πάντοτε μπροστά στα μάτια μας την κοινωνία μέσα στην οποία ζούμε, όπου εξυμνούνται όλες οι ελευθερίες, και με ιδιαίτερη μάλιστα έμφαση η οικονομική ελευθερία, χωρίς κανείς να ασχολείται (ή ασχολείται μόνο περιθωριακά) με τις ανισότητες που πηγάζουν από αυτήν την αντίληψη […] (Μπόμπιο, 1995:181)

Όντως, η ελευθερία είναι κολοβή στο βαθμό που περιορίζεται στη μεγιστοποίηση του κέρδους πάση θυσία, αγνοώντας τις υπαρκτές ανισότητες που δημιουργεί. Σύμφωνα με τον Rogers (2011) την περίοδο 1980-2010, όπου παρατηρήθηκε παγκόσμια εξάπλωση του νεοφιλελεύθερου οικονομικού μοντέλου, η παγκόσμια οικονομική ανάπτυξη ήταν χαμηλότερη της περιόδου 1950-80 και υπήρξε μεγαλύτερη αύξηση των παγκόσμιων κοινωνικοοικονομικών ανισοτήτων, με το 20% του πληθυσμού να κρατάει το 84% του παγκόσμιου πλούτου και το 1% να κατέχει πέραν του 20%.

Το σημερινό προβληματικό πολιτικό-οικονομικό σκηνικό διαμορφώθηκε εν πολλοίς μέσω της παγκοσμιοποίησης. Για τον Χάμπερμας η παγκοσμιοποίηση δεν είναι μια τελική κατάσταση αλλά μια διαδικασία (Χάμπερμας, 2003:101). Μια διαδικασία που διευκολύνει την έκταση και ένταση οποιασδήποτε κυκλοφορίας, επικοινωνίας, ανταλλαγής πέρα από τα γεωγραφικά όρια του κράτους. Η πιο σημαντική παράμετρος είναι αδιαμφισβήτητα η οικονομική παγκοσμιοποίηση που δρα ανεξέλεγκτα στην απουσία ουσιαστικών (δια)κρατικών ρυθμίσεων, υπό το επιχείρημα ότι οποιεσδήποτε ρυθμίσεις θα επιβαρύνουν τις παγκόσμιες ισορροπίες. Όμως, διά της βίαιης εξάπλωσης των άνομων οικονομιών η υπόσταση και η κυριαρχία των κρατών κλονίζεται.

Απέναντι στην εδαφική βάση του εθνικού κράτους η έκφραση «παγκοσμιοποίηση» θυμίζει την εικόνα φουσκωμένων ποταμών που απειλούν να υπονομεύσουν τους ελέγχους στα σύνορα και να γκρεμίσουν το οικοδόμημα. (Χάμπερμας, 2003:102)

Κατά συνέπεια, η οικονομική παγκοσμιοποίηση δοκιμάζει τα όρια του κράτους φτάνοντας σε σημείο να το υποκαθιστά, αφού σε πολλές περιπτώσεις παγκόσμιοι οικονομικοί κύκλοι λειτουργούν ως σκιώδεις κυβερνήσεις.

Οι εκφραστές της πολιτικής αυτής δεν είναι κάτι ακαθόριστο, παρόλο που αποπροσωποποιούνται στα ΜΜΕ υπό την γενική έννοια «πλούτος» ή «αγορά». Είναι κυρίως μεγάλες τράπεζες και επενδυτικοί όμιλοι σε παγκόσμιο επίπεδο, ασφαλιστικές και πολυεθνικές εταιρείες, διεθνείς οργανισμοί (π.χ. ΔΝΤ, ΟΟΣΑ), συνεπικουρούμενες από νεοφιλελεύθερες πολιτικές απορρύθμισης (με πρωτεργάτες τους Ρέιγκαν και Θάτσερ) και ανάλογη ακαδημαϊκή υποστήριξη. Ο πυρήνας των ενεργειών τους δεν είναι τόσο η ανάπτυξη μέσω επενδύσεων, όσο η θησαύριση μέσω χρηματιστηριακών παιγνίων και ρίσκων, σ’ ένα παγκόσμιο σύστημα «χρηματιστηριακού δαρβινισμού, όπου ο ισχυρότερος κατισχύει» (Βεργόπουλος, 1999:54). Στην προσπάθειά τους αυτή, έχουν αφοπλίσει το κοινωνικό κράτος που σήμερα στέκεται αμήχανο, αντιλαμβανόμενο πως έχει απολέσει ριψοκίνδυνα τον κυρίαρχο ρόλο του.

Το σύγχρονο κράτος, όπως περιγράφεται απ’ τον Χάμπερμας (2003:97), εδράζεται στους ακόλουθους πυλώνες:

· Μια εδαφική επικράτεια με ανεξάρτητη κυριαρχία

· Εθνικό κράτος συλλογικών ταυτοτήτων

· Διοικητικό κέντρο και φορολογική αρχή

· Δημοκρατικό κράτος δικαίου με κοινωνική υφή


Απαραίτητη συνθήκη είναι η δημοκρατική βούληση και η ουσιαστική εμπλοκή στις αποφάσεις των πολιτών. Οι κραδασμοί, όμως, της οικονομικής παγκοσμιοποίησης στα θεμέλια του δημοκρατικού κράτους δικαίου είναι εμφανείς. Κατ’ αρχάς, η εθνική κυριαρχία έφυγε, εν μέρει, από τα χέρια των πολιτών και εκχωρήθηκε σε οργανισμούς όπως το ΔΝΤ και η ΕΕ, μέσω «ενός ήσυχου πραξικοπήματος των τεχνοκρατών» (Χάμπερμας, 2011). Σήμερα, χωρίς να έχουν ερωτηθεί οι πολίτες, «οι χώρες κυβερνώνται από τις αγορές και η ΕΕ ορίζει τις εθνικές κυβερνήσεις» (Χάμπερμας, 2011). Επιπρόσθετα, οι συλλογικές ταυτότητες που δίνουν υπόσταση σ’ ένα κράτος καταντούν επισφαλείς, αφού δέχονται κατά τον Χάμπερμας (2003:112) την ομοιομορφοποιητική πίεση ενός παγκόσμιου υλικού πολιτισμού με τυποποιημένες καταναλωτικές και ψυχαγωγικές συνήθειες. Επιπλέον, η οικονομική παγκοσμιοποίηση αναχαιτίζει τη φοροεισπρακτική ικανότητα του κράτους λόγω της κινητικότητας κεφαλαίων και συνεπώς, κλονίζει τον αναδιανεμητικό και αναπτυξιακό του ρόλο και το αίσθημα δικαίου των πολιτών. Συνεπακόλουθα, δημιουργείται μια αμείλικτη πολιτικό-οικονομική κατάσταση που αμφισβητεί το λειτουργικό και κοινωνικό ρόλο του κράτους «έχοντας στο μάτι τον αναδιανεμητικό ρόλο του και ιδίως τις κοινωνικές παροχές» (Βεργόπουλος, 1999:65). Υπ’ αυτό το πρίσμα, η κοινωνική συνοχή των σύγχρονων κρατών διασαλεύεται εν μέσω οικονομικής ασυδοσίας, κραυγαλέων εισοδηματικών ανισοτήτων, ανεργίας, αρνητικής ψυχολογίας, πολιτικής διαφθοράς και ανυποληψίας, τεχνοκρατικής χειραγώγησης και δημοκρατικών ελλειμμάτων.

Η οικονομική παγκοσμιοποίηση «καταστρέφει έναν ιστορικό αστερισμό, ο οποίος προσωρινά είχε επιτρέψει το κοινωνικό κράτος ως συμβιβασμό» (Χάμπερμας, 2003:85). Τουτέστιν, το κράτος και η πολιτική, δηλαδή η ανώτατη έκφραση και υλοποίηση της λαϊκής βούλησης, ηττάται ένεκα των συνεχών υποχωρήσεων στη δίνη παγκόσμιων οικονομικών ελιτίστικων κύκλων και πολιτικών εκτροχιασμών. Σήμερα βιώνουμε «[…] ένα «τέλος της πολιτικής», στο οποίο στηρίζει τις ελπίδες του και ο νεοφιλελευθερισμός, που θέλει να αναθέσει όσο γίνεται περισσότερα στις ρυθμιστικές λειτουργίες της αγοράς» (Χάμπερμας, 2003:127). Με μοναδική έγνοια την επανεκλογή τους, οι πολιτικοί έχουν πλήξει την αξιοπιστία, όχι μόνο του ρόλου τους, αλλά και του κράτους ως την κορωνίδα της κοινωνικής ζωής. Στο συλλογικό υποσυνείδητο των κοινωνιών τείνει να εγγραφεί επικίνδυνα η πολιτική απαξία ως εγγενής, ευνοώντας τους τεχνοκράτες και τους οργανισμούς να εμφανίζονται ως οι πλέον ικανοί να «διευθύνουν» κράτη. Η απαξίωση των σύγχρονων πολιτικών ως ατόμων έχει αντίκτυπο στην πολιτική ως αξία. Οι αγορές φαντάζουν ως οι αυτόκλητοι απόλυτοι ρυθμιστές στην απουσία πολιτικής αποτελεσματικότητας και κοινωνικής εγρήγορσης. Όμως, οι αγορές με τους μετόχους δεν κυβερνούν, δεν είναι αυτός ο ρόλος τους. Ο ρόλος τους είναι να υπηρετούν την ανάπτυξη και τη συνολική ευημερία, όχι να υπονομεύουν τη δημοκρατία και τη μοίρα όλων των ανθρώπων.

Η παγκόσμια οικονομική κρίση αποδεικνύει ότι η υποχώρηση του ρόλου του κράτους (και των πολιτών ως ρυθμιστών της μοίρας τους) εις το όνομα μιας στρεβλής οικονομικής ελευθερίας, επιφέρει καταστρατήγηση πανανθρώπινων δικαιωμάτων και αρχών, ενισχύοντας παγκόσμιες ανισότητες εις βάρος των μη προνομιούχων και προς όφελος μια μικρής πλουτοκρατικής ελίτ. Αναμφισβήτητα, η οικονομική παγκοσμιοποίηση δεν επέφερε την παγκόσμια ευημερία όπως επαγγελόταν. Τουναντίον, ενίσχυσε την παγκόσμια αναταραχή και δυστυχία. Ακόμη, οδήγησε σε «σωρεία επιθέσεων ενάντια σε θεμελιώδεις έννοιες, όπως η εργασία, το κοινωνικό Κράτος, η κοινωνική συνοχή, το δημοκρατικό πολίτευμα, η κοινωνία» (Βεργόπουλος, 1999:41). Πλέον τίθεται εν αμφιβόλω η υποχρέωση του κράτους να αναδιανέμει τους πόρους και να μεριμνά, ώστε να υπάρχει ισονομία, εισοδηματική δικαιοσύνη, πρόνοια προς τους κοινωνικά αποκλεισμένους και δυσπραγούντες. Αυτό που διαμορφώνεται είναι ένα παγκόσμιο ελεύθερο άναρχο πεδίο, όπου όλοι μπορούν δυνητικά να πετύχουν (ή και να αποτύχουν). Επειδή όμως οι συμμετέχοντες σε καμία περίπτωση δεν συναγωνίζονται επί ίσοις όροις, οι υφιστάμενες ανισότητες διαιωνίζονται. Δεν είναι τυχαίο ότι «οι ανισότητες αυξήθηκαν ραγδαία, ιδίως σε χώρες όπου ενσωματώθηκαν νεοφιλελεύθερες πολιτικές και συμπεριφορές» (Curran, 2011:42).

Η οικονομική παγκοσμιοποίηση εθελοτυφλεί μπροστά στα δημοκρατικά ελλείμματα, στους κοινωνικούς αποκλεισμούς, στις οικονομικές ανισότητες και στην περιβαλλοντική καταστροφή που προκαλεί. Η περιβαλλοντική καταστροφή αποτελεί αναπότρεπτη απειλή όχι μόνο για το υπάρχων σύστημα, αλλά πρωτίστως για τους ανθρώπους που υφίστανται τις συνέπειες της άλογης οικονομικής ανάπτυξης διά της αφαίμαξης των ήδη περιορισμένων πόρων. Εξάλλου «η επέκταση των αγορών σκοντάφτει στα όρια του πλανήτη και η εκμετάλλευση των πόρων στους φραγμούς της φύσης» (Χάμπερμας, 2003:89). Το υφιστάμενο παγκοσμιοποιημένο σύστημα «φαίνεται λιγότερο ικανό να ανταποκριθεί σ’ αυτούς τους «εξωτερικούς» περιορισμούς, παρά στα δικά του «εσωτερικά» προβλήματα» (Rogers, 2011). Εκ των πραγμάτων, μια νέα θεώρηση είναι επιτακτική. Όμως, η αποπαγκοσμιοποίηση ως αντιδραστική ανατροπή της σημερινής κατάστασης φαντάζει εξίσου επικίνδυνη, ωθώντας τα κράτη να επιστρέψουν στην εποχή της εσωστρέφειας, των ψυχρών ανταγωνισμών, των εθνικών ανασφαλειών και αντιπαραθέσεων. Για την πλουτοκρατική χειραφέτηση χρειάζεται μια εναλλακτική παγκοσμιοποίηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, της δημοκρατίας, της οικολογίας. Η παγκόσμια συνεργασία κρατών και πολιτών είναι εκ των ων ουκ άνευ για την επίτευξη της ειρήνης, της προόδου και της επίλυσης των κοινών προβλημάτων που ταλανίζουν όλες σχεδόν τις κοινωνίες. Ενδεχομένως, εάν υπήρχε ένα δομημένο, από τους πολίτες μέσω των κρατών, διεθνές πλαίσιο βασισμένο σε οικουμενικές αρχές, δεν θα έβρισκε πρόσφορο έδαφος η ληστρική κερδοσκοπία να αυτο-επιβληθεί, κατακρημνίζοντας την ανθρωπότητα σε δυστυχία. Πλέον, οι διεθνείς σχέσεις δεν είναι αρκετές, αλλά χρειάζεται ένα βήμα παραπέρα: αυτό της θεσμοθετημένης παγκόσμιας δικτύωσης και συνεννόησης που να βασίζεται σε διαφανείς δημοκρατικές αρχές και να εδράζεται στη βούληση των πολιτών. Εν ολίγοις, μία συμφωνημένη παγκόσμια χάρτα είναι επιβεβλημένη. Ένας σχεδιασμός παγκόσμιας συνεργασίας από κάτω προς τα πάνω λαμβάνοντας υπόψη τις πραγματικές ανάγκες των πολιτών και του πλανήτη.

Κατά συνέπεια οι πρώτοι παραλήπτες ενός τέτοιου «προγράμματος» ή προσχεδίου δεν είναι οι κυβερνήσεις, αλλά τα κοινωνικά κινήματα και οι μη κυβερνητικές οργανώσεις, δηλαδή τα ενεργά μέλη μιας κοινωνίας των πολιτών που ξεπερνά τα εθνικά όρια. (Χάμπερμας, 2003:91)

Προς μια νέα κοσμοπολίτικη διάσταση, ο ρόλος των πολιτών καθίσταται κορυφαίος.

Ο Karl Marx είπε «Ο σκοπός δεν είναι μόνο να καταλάβετε τον κόσμο αλλά να τον αλλάξετε». Μια παραλλαγή που πρέπει να θυμάστε είναι ότι αν θέλετε να αλλάξετε τον κόσμο, τότε πρέπει να προσπαθήσετε να τον καταλάβετε. [….] Μπορείτε να μάθετε από τη συμμετοχή. Μπορείτε να μάθετε από τους άλλους. Μπορείτε να μάθετε από τους ανθρώπους που προσπαθείτε να οργανώσετε. (Chomsky, 2011)

Συνεπώς, η μεγάλη πρόκληση είναι η μεταβίβαση της πρωτοκαθεδρίας από τις αγορές στην παγκόσμια κοινωνία των πολιτών, διαμέσου διεθνών δικτύων συνεννόησης δημοκρατικών κρατών δικαίου, μέσα σ’ ένα παγκοσμιοποιημένο περιβάλλον που απειλείται άμεσα σε κατάρρευση από ανισότητες και περιβαλλοντικές καταστροφές. Εν κατακλείδι, η ίδια η ιστορία καλεί την παγκοσμιοποίηση να ρυθμιστεί και να εκδημοκρατισθεί.




Βιβλιογραφία

1. Βεργόπουλος Κ. (1999). Παγκοσμιοποίηση. Η μεγάλη χίμαιρα. Αθήνα: Εκδόσεις Λιβάνη

2. Γιούργκεν Χάμπερμας (2003). Ο μεταεθνικός αστερισμός. Αθήνα: Εκδόσεις Πόλις

3. Γιούργκεν Χάμπερμας, Habermas, ο τελευταίος Ευρωπαίος, 2011, διαθέσιμο στην ιστοθέση http://www.antinews.gr/2011/11/28/135673/ (1-12-2011)

4. Cohn Τ. (2009). Διεθνής πολιτική οικονομία. Αθήνα: Gutenberg

5. Curran, J. "Οι θεωρήσεις των μέσων επικοινωνίας και του πολιτισμού στην εποχή του νεοφιλελευθερισμού" στο Παπαθανασόπουλος Στ. (επιμ.) (2011). Τα μέσα επικοινωνίας στον 21ο αι. Αθήνα: Καστανιώτης

6. Μπόμπιο Ν. (1990). Δεξιά και Αριστερά. Αθήνα: Εκδόσεις Πόλις

7. Noam Chomsky, Occupy The Future, 2011, διαθέσιμο στην ιστοθέση http://inthesetimes.com/article/12206/occupy_the_future/ (20-12-2011)

8. Paul Rogers (2011) "A world in protest" Open democracy




[1] Πρόκειται περί διλήμματος διότι κατά τον Μπόμιο (1995:181) κανένα από τα δύο ιδεώδη δεν μπορεί να πραγματωθεί ως τις ακραίες συνέπειές του χωρίς να περιορίσει την πραγμάτωση του άλλου.


Digi-digi template

Back to TOP