Εκπαίδευση εν μέσω κρίσης

«Το σχολείο βαδίζει αμετάκλητα προς τα πίσω, υποχωρώντας από την αβεβαιότητα της σύγχρονης κοινωνικής αλλαγής προς τη φαινομενικά ανακουφιστική σταθερότητα του νέου "εκπαιδευτικού φονταμενταλισμού"»  David Buckingham
Michael Sowa -School of fish

Η ιδέα της εκπαίδευσης αφορά την αγωγή που θα ομορφύνει τον κόσμο, που θα τον κάνει πιο δίκαιο και δημοκρατικό. Η πρόσφατη, όμως, κρίση φαίνεται να έχει δραματικές επιπτώσεις στη δημόσια εκπαίδευση επηρεάζοντας δυσμενώς την αποστολή της. Ο Noam Chomsky ήταν σαφής λέγοντας ότι σε περιόδους κρίσεων υπάρχουν ορισμένοι ιδιαίτερα εύκολοι στόχοι όπως οι Δάσκαλοι και η Παιδεία. Σήμερα το εκπαιδευτικό σύστημα βρίσκεται στη δίνη της πολιτικοοικονομικής κρίσης αντικρίζοντας τη λεηλασία της παιδείας, την απαξίωση των εκπαιδευτικών, τη μετατροπή της χαράς της γνώσης σε συσκευασμένο μετρήσιμο προϊόν, τη σταδιακή εγκατάλειψη του ιστορικού ιδανικού της καθολικής δημόσιας παιδείας.
Ο David Blacker, Αμερικανός φιλόσοφος, διαβλέπει ότι το πολιτικοοικονομικό σύστημα δεν θεωρεί ένα συνεχώς αυξανόμενο τμήμα του πληθυσμού ως πηγή που μπορεί να αναπτυχθεί και να ευδοκιμήσει, αλλά ως κίνδυνο που πρέπει να αποβληθεί. Οι νέοι θα εισέλθουν σε μια κοινωνία κραυγαλέων ανισοτήτων και υπερσυγκέντρωσης πόρων και αγαθών με αποτέλεσμα να μην μπορούν να καταλάβουν με αξιοπρέπεια το χώρο τους στο μέλλον. Στο βαθμό που δεν θα μπορέσουν να παραγάγουν κέρδος το σύστημα τους αντιμετωπίζει ως μία περιττή πολυτέλεια, ως ένα επικίνδυνο εμπόδιο κατά τον Nuccio Ordine. Η μειωμένη ανάγκη για ανθρώπινο δυναμικό, όπως εκδηλώνεται με την αυξανόμενη ανεργία ένεκα της στροφής της οικονομίας από την παραγωγική καινοτομία στα χρηματιστηριακά ρίσκα, δημιουργεί αμηχανία στο σχολικό θεσμό. Κατά συνέπεια, η διαχείρισή των επιθυμιών και των δυνατοτήτων των νέων, εν είδει βιοπολιτικής, κομίζει μία καινοφανή ρητορική για το σχολείο. Δεν πρόκειται, τονίζεται, για κοινωνικό αγαθό, μα για προσωπική επιλογή. Είναι κάτι που δεν πρέπει να μας ανησυχεί συλλογικά, αλλά ένα εμπόρευμα που τα άτομα εφόσον επιθυμούν μπορούν να επωφεληθούν επενδύοντας μόνα τους σ’ αυτό. Δεν είναι τυχαίο ότι και στην Κύπρο εμφανίστηκαν οι πρώτες απόψεις που θεωρούν την εκπαίδευση ατομική επιλογή παρά βασικό ανθρώπινο δικαίωμα και δημόσιο αγαθό που ενδυναμώνει την ίδια τη Δημοκρατία.
Με αυτά τα δεδομένα η πολιτεία σταδιακά αποσύρεται από το πεδίο της εκπαίδευσης. Ερχόμενη πιο κοντά σε χορηγούς και σε οργανώσεις εργοδοτών και βιομηχάνων παρά στους εκπαιδευτικούς λειτουργούς, η πλευρά της εξουσίας φαίνεται να επαναπροσδιορίζει το σχολείο από κοινωνικό και δημοκρατικό σε αποτελεσματικό εργαλείο οικονομικής μεγέθυνσης. Σύμφωνα με τον Γιώργο Πλειό, η οικονομία και οι επιχειρήσεις αναγνωρίζονται ως ο νέος και πιο σημαντικός πελάτης και εντολέας αυτής της ιδιόμορφης εκπαίδευσης. Ενδεικτική είναι και η απροθυμία για ουσιαστικές μεταρρυθμίσεις βάσει παιδαγωγικών θεωριών/ερευνών. Αντιθέτως, εν μέσω τεχνοκρατικής υστερίας και οικονομικών σοφιστειών προωθούνται εισηγήσεις ξένες προς τη φύση των σχολείων και συνεπώς εις βάρος της μάθησης.
Η αποσύνδεση του σχολείου από την κοινωνική και δημοκρατική του αποστολή επηρεάζει άμεσα τον εκπαιδευτικό. Το επάγγελμα του εκπαιδευτικού, εξ αναγκαιότητας μια αργή και σωρευτική δραστηριότητα, πόρρω απέχει από τις κυρίαρχες τάσεις της σημερινής εποχής: τον καιροσκοπισμό, την ταχύτητα, την ποσότητα, όπως έδειξε ο Thomas Eriksen στο εξαιρετικό του βιβλίο «Η τυραννία της στιγμής». Η βίαιη μετάλλαξη της φύσης του εκπαιδευτικού, με τον υποβιβασμό του από τον απελευθερωτή του Paulo Freire στον υπάκουο διεκπεραιωτή χωρίς κύρος, θύμα μαζικού κυνισμού, που λογοδοτεί για τα πάντα στους πάντες, είναι από τις πλέον αξιοπρόσεκτες και επικίνδυνες αλλαγές του σχολείου της κρίσης. Σ’ αυτό το πλαίσιο, οι εκπαιδευτικοί καθίστανται απαγορευμένες υπάρξεις, μη μπορώντας να επιτελέσουν το ιστορικό τους καθήκον διεκδικώντας ενεργό ρόλο στην κοινωνία. Με τον κυρίαρχο δημόσιο λόγο (discourse) να ορίζει όχι μόνο τι θα λεχθεί, αλλά κυρίως τι δεν επιτρέπεται ή πώς θα πλαισιώνεται αν ειπωθεί, οι εκπαιδευτικοί οδηγούνται σταδιακά σε μια απομονωτική αδράνεια συμπεφωνημένης σιωπής. Να βιώνουν, δηλαδή, μια ασφυκτική κατάσταση μη μπορώντας να μιλήσουν για τα υπαρκτά προβλήματα που αντιμετωπίζουν και δυσχεραίνουν σημαντικά το έργο τους: την κόπωση, τις παρεμβάσεις, την πίεση, το συγκεντρωτισμό, τον έλεγχο, τον εκφοβισμό, τη στοχοποίηση, το συντηρητισμό, τις συχνά άθλιες κτιριακές και κλιματολογικές συνθήκες κ.ά.
Ακόμη ένα χαρακτηριστικό γνώρισμα του σχολείου της οικονομικής μεγέθυνσης, αποτελεί η εμμονή σε διεθνείς διαγωνισμούς (π.χ. TIMSS, PISA), ωσάν εκπαιδευτική ορθοδοξία. Η κουλτούρα της οικονομικής μεγέθυνσης ασκεί όλο και μεγαλύτερη πίεση στα σχολεία να παράγουν το είδος του μαθητή που θα τα καταφέρνει σε τυποποιημένα τεστ. Ταυτόχρονα, δεν ανέχεται παιδαγωγικές και γραμματισμούς μη εύκολα μετρήσιμους. Στο φαινόμενο των αξιολογήσεων έχει ασκηθεί εμπεριστατωμένη κριτική και σίγουρα δεν πρόκειται για ένα ουδέτερο πεδίο συναίνεσης. Οι σημαντικότερες επιφυλάξεις είναι οι εξής:
  • Η επανάληψη των αξιολογήσεων κάθε λίγα χρόνια εξωθεί σε σπασμωδικές αντιδράσεις βραχυπρόθεσμου ορίζοντα, παρά το γεγονός ότι οι εκπαιδευτικές μεταρρυθμίσεις χρειάζονται πλάνο δεκαετιών.  
  • Προσμετρούν ένα περιορισμένο εύρος μάθησης, αγνοώντας για παράδειγμα τη φυσική, ηθική, κοινωνική, αισθητική ανάπτυξη των παιδιών. Ως εκ τούτου, συμβάλλουν στη συρρίκνωση της συλλογικής αντίληψης για το τι συνιστά μάθηση.
  • Δεν αποσκοπούν στη βελτίωση της εκπαίδευσης και της ζωής των παιδιών, ούτε διαθέτουν μηχανισμούς διεύρυνσης της δημοκρατικής συμμετοχής.
  • Ανοίγουν την πόρτα σε κερδοσκοπικούς οργανισμούς που ελπίζουν σε τυχόν εκπαιδευτικά ελλείμματα (πραγματικά ή υποτιθέμενα) για να προσφέρουν υπηρεσίες βελτίωσής τους.
  • Συνδράμουν τα μέγιστα στον περιορισμό της αυτονομίας του δασκάλου, καθοδηγώντας την ύλη, τους στόχους και εντέλει τη σχολική καθημερινότητα στους ρυθμούς των απαιτήσεών τους.
  • Ιεραρχούν χώρες, μαθητές, εκπαιδευτικούς σ’ ένα ανταγωνιστικό δρόμο κατάταξης.
  • Είναι προκατειλημμένες υπέρ του οικονομικού και εργασιακού χαρακτήρα της εκπαίδευσης, χωρίς να λαμβάνουν υπόψη τη σημαντικότερη αποστολή των σχολείων: την προετοιμασία των μαθητών για συμμετοχή και ευημερία σε δημοκρατικές κοινωνίες. Όπως εύστοχα το διατύπωσε ο Neil Postman, οποιαδήποτε εκπαίδευση αφορά κυρίως την οικονομική χρησιμότητα είναι πολύ περιορισμένη για να γίνει επωφελής
Από ένα υποβοηθητικό και ενδεικτικό εργαλείο, αναδεικνύονται στον κυρίαρχο διαμορφωτή της εκπαίδευσης παγκοσμίως. Υπό την τυραννία των στατιστικών κυβερνήσεις, οργανισμοί, ΜΜΕ αναμένουν με αγωνία τα αποτελέσματα για να προβούν σε καρατομήσεις. Η ενδεχόμενη έλλειψη «προόδου», οδηγεί σε κινήσεις πανικού, όπως αυτή που σημειώνει η Belinha De Abreu με μεταρρυθμίσεις και καινοτομίες να ρίχνονται έξω από την πόρτα των εκπαιδευτικών χωρίς καμία εξέταση του τι στην πραγματικότητα συμβαίνει μέσα στην τάξη. Κι ενώ κανένα σταθμισμένο τεστ ή εξέταση με χαρτί και μολύβι μπορεί να πάει στα βαθύτερα επίπεδα της συνείδησης, η επίδοση γίνεται το απόλυτο εκπαιδευτικό φετίχ.
Αξιοπρόσεκτη είναι και η επιστροφή προς τη λεγόμενη “back to basics” εκπαίδευση, η οποία επιβεβαιώνει τον αφορισμό του Marshall McLuhan ότι πορευόμαστε στο μέλλον με την όπισθεν. Πρόκειται για μία συντηρητική τάση που επιθυμεί να επαναφέρει την εστίαση στα παραδοσιακά γνωστικά αντικείμενα και στις διαχρονικές μεγάλες αφηγήσεις, υποτιμώντας την αξία των ανθρωπιστικών σπουδών και των τεχνών. Ταυτόχρονα, χωρίς να εμπιστεύεται τους εκπαιδευτικούς προωθεί αυξημένο κεντρικό έλεγχο, όχι μόνο του τι διδάσκεται, αλλά και του πώς διδάσκεται. Το φαινόμενο αυτό εκδηλώνεται έντονα και στην ανώτατη εκπαίδευση με την αξιολόγηση των προγραμμάτων σπουδών ανάλογα με τη ζήτηση και τις πωλήσεις, παρά για τη συμβολή τους στον πολιτισμό. Η Martha Nussbaum το περιγράφει πολύ εύστοχα στο βιβλίο της «Όχι για το κέρδος». Διαβλέπει μια αθόρυβη κρίση που σοβεί όχι μόνο στα πανεπιστήμια και στα σχολεία, αλλά και στον πυρήνα των δημοκρατικών κοινωνιών υπό τη μονοδιάστατη προσήλωση στην οικονομική μεγέθυνση. Έχει επικρατήσει μια νέα αντίληψη, η οποία εστιάζει στο άμεσο κέρδος, με αποτέλεσμα να περιθωριοποιείται η ιδέα της ανάπτυξης του εαυτού μέσα από τη φαντασία και την κριτική σκέψη. Η οικονομική φρενίτιδα επιβάλλει την εκπαίδευση που αποσκοπεί αποκλειστικά στην κερδοφορία ως τη μόνη επιλογή, υποσκάπτοντας το βαθύτερο ρόλο της εκπαίδευσης που είναι η καλλιέργεια ολοκληρωμένων πολιτών για να ζήσουν μια ζωή με νόημα. Η προαγωγή, όμως, της οικονομικής ανάπτυξης δεν σημαίνει αυτομάτως προαγωγή της δημοκρατίας. Χωρίς τις τέχνες, το παιχνίδι, την κριτική σκέψη, τη φαντασία, τη διαφωνία, τη δοκιμή, το λάθος, τον ανθρωπισμό, την ελευθερία, η εκπαίδευση εκπίπτει στην παραγωγή χρήσιμων και υπάκουων ανθρώπων που φέρνουν κέρδη (ή αν δεν τα καταφέρουν οδηγούνται στο περιθώριο), αλλά με εξαντλημένη φαντασία, υποτυπώδεις κοινωνικές ευαισθησίες και δημοκρατικά ελλείμματα.
Η εμμονή του σχολείου στα «χρήσιμα», σ’ ένα δηλαδή μυωπικό παρόν μετρήσιμων επιδόσεων, στερεί από τους μαθητές πολύτιμες ευκαιρίες να καλλιεργήσουν τη φαντασία, την αισθητική, να βιώσουν τη χαρά της γνώσης ως γενεσιουργό δύναμη. Αντ’ αυτού, η μόρφωση και η ζωή συρρικνώνονται σε ένα ζήτημα αριθμών, σ’ ένα απλό μαθηματικό πρόβλημα και οτιδήποτε δεν υπόσχεται κέρδος θεωρείται μια περιττή πολυτέλεια, κάτι το «άχρηστο». Η λογική, όμως, του «χρήσιμου» ναρκοθετεί τις βάσεις των ίδιων των κοινωνιών, όπως ο Nuccio Ordine κατέδειξε στο μανιφέστο του «Η χρησιμότητα του άχρηστου»:
“Κυρίως σε περιόδους οικονομικής κρίσης, όταν οι πειρασμοί του ωφελιμισμού και του πιο τυφλού εγωισμού μοιάζουν να είναι η μοναδική άγκυρα σωτηρίας, πρέπει να καταλάβουμε ότι ακριβώς οι δραστηριότητες που δεν χρησιμεύουν σε κάτι θα μπορούσαν να μας βοηθήσουν να δραπετεύσουμε από τη φυλακή, να σωθούμε από την ασφυξία, να μεταμορφώσουμε μια επίπεδη ζωή σε μια δυναμική και ρέουσα ζωή, καθοδηγούμενη από την περιέργεια για το πνεύμα και τα ανθρώπινα πράγματα.”
Οι τέχνες, η λογοτεχνία, η φιλοσοφία, η κριτική σκέψη, η φαντασία, όλα τα μη μετρήσιμα, τα ασύλληπτα εκείνα στοιχεία, αυτά τα «άχρηστα», συγκροτούν τη μόνη φωτεινή αχτίδα σ’ έναν κόσμο βυθισμένο στο βάραθρο της κρίσης.
Εν μέσω παγκόσμιας πολιτικοοικονομικής κρίσης και τεχνοκρατικού παραληρήματος, φαίνεται ότι η εκπαίδευση αποσυνδέεται σταδιακά από το κοινωνικά προσανατολισμένο όραμα για ελεύθερο στοχασμό, ισότητα, πρόοδο και να υποβιβάζεται σε ένα ατομικό προνόμιο ωφελιμιστικού χαρακτήρα. Αναπόδραστα, το θύμα σ’ αυτή την περίπτωση είναι η ίδια η Δημοκρατία. Η Nussbaum εντοπίζει αυτή την κρίσιμη καμπή:
“Σήμερα εξακολουθούμε να δηλώνουμε υπέρμαχοι της δημοκρατίας και του αυτεξούσιου, και στα λόγια τασσόμαστε υπέρ της ελευθερίας του λόγου, του σεβασμού προς τη διαφορετικότητα και της κατανόησης των άλλων. Στα λόγια υμνούμε όλες αυτές τις αξίες, όμως ελάχιστα μας προβληματίζει το τι πρέπει να κάνουμε για να τις μεταδώσουμε στην επόμενη γενικά και να διασφαλίσουμε την επιβίωσή τους. Αφοσιωμένοι καθώς είμαστε στο κυνήγι του πλούτου, ζητάμε όλο και πιο έντονα από τα σχολεία μας να παράγουν χρήσιμα εργαλεία κερδοφορίας αντί για σκεπτόμενους πολίτες. Υπό την πίεση να περισταλούν οι δαπάνες, κόβουμε εκείνα ακριβώς τα στοιχεία της εκπαιδευτικής διαδικασίας που είναι κρίσιμα για τη διαφύλαξη της κοινωνικής υγείας.”
Εντέλει, καμία χώρα, όπως τόνισε ο Freire, δεν μπορεί να επιβιώσει χωρίς να καλλιεργεί την κουλτούρα της, την επιστήμη, την έρευνα, την τεχνολογία, τη διδασκαλία. Κι όλα αυτά αρχίζουν σ’ ένα ελεύθερο δημόσιο σχολείο. 

*Του Αντώνη Ζαρίντα

Digi-digi template

Back to TOP