Μία δεκαετία απαξίωσης των δασκάλων


ΤΟΥ ΑΝΤΩΝΗ ΖΑΡΙΝΤΑ* 

Η στοχοποίηση των δασκάλων, με την εικόνα τους στα ΜΜΕ και κατ’ επέκταση στην κοινωνία να είναι ως προβληματικοί κηφήνες, δεν είναι πρόσφατο φαινόμενο, ούτε και κυπριακό. Για να γίνει κατανοητό πρέπει να εξεταστεί στο πλαίσιο της εποχής της τελευταίας τουλάχιστον δεκαετίας και στην απαρχή της οικονομικής κρίσης. Οι μνήμες είναι νωπές -για όσους βέβαια θέλουν να θυμούνται πρόσωπα και καταστάσεις της περιόδου εκείνης. 

Μία δεκαετία, λοιπόν, ο δάσκαλος παρουσιαζόταν, πολύ συχνά, ως μίασμα. Η ταυτότητά του συγκροτήθηκε γύρω από έναν κυρίαρχο δημόσιο λόγο που τον ενέγραψε ως «Το πρόβλημα» και, κατά κάποιο τρόπο, τον απανθρωποίησε. Δέκα ολόκληρα χρόνια το μόνο που δικαιούνταν ήταν να απολογείται και να αποδέχεται αβασάνιστα αλλοπρόσαλλες εντολές και το μένος του κόσμου. Το κύρος του εξανεμίστηκε, η κατάρτισή του αμφισβητήθηκε, επαγγελματικά εξουθενώθηκε και ψυχολογικά εξαντλήθηκε. 

Βεβαίως έγιναν λάθη κι υπήρξαν ευθύνες, όπως άλλωστε γίνονται από κάθε επαγγελματική/κοινωνική ομάδα που είναι ζωντανή και δρώσα. Το ζητούμενο, όμως, του πρωτοφανούς μαζικού κυνισμού και κανιβαλισμού δεν ήταν κατ' ουδένα τρόπο η βελτίωση της παρεχόμενης εκπαίδευσης, αλλά η προώθηση άλλων πολιτικοοικονομικών σκοπιμοτήτων. 

Σε όλες τις μνημονιακές χώρες υπήρχε ένα κοινό επικοινωνιακό πρωτόκολλο. Το ΔΝΤ, για παράδειγμα, διοργάνωνε σεμινάρια προς δημοσιογράφους με θέμα την καλύτερη προβολή των θέσεων του. Και στο εσωτερικό, φυσικά, δινόταν επικοινωνιακή γραμμή για προώθηση μίας συγκεκριμένης ευρύτερης αφήγησης, στην οποία οι δάσκαλοι είχαν τον ρόλο του Γιόζεφ στη Δική του Κάφκα. Η κοινή γραμμή ήταν «τσακίστε» τους Δημόσιους Υπαλλήλους, τους Δασκάλους, τον συνδικαλισμό. Αυτοί φταίνε, αυτοί επηρεάζουν τη γενική ευημερία, αυτοί είναι τροχοπέδη για το απαστράπτον μέλλον. Η κυρίαρχη αφήγηση, όπως οικοδομήθηκε από την κυρίαρχη ελίτ και διαχύθηκε στα ΜΜΕ, έλεγε ότι από τη μία υπάρχουν οι φορείς του εκσυγχρονισμού, των μεταρρυθμίσεων, της προόδου, του success story κι από την άλλη οι φορείς της επανάπαυσης, της στασιμότητας, της συντήρησης, του φαγοποτίου. Μια θεμελιακά πολυσύνθετη και περιπλεγμένη κατάσταση εκλαϊκεύτηκε κι εντέλει εκχυδαΐστηκε σ’ ένα αυθαίρετο δίπολο «καλοί/κακοί». Ασφαλώς ήταν εντελώς αβάσιμο και παραπλανητικό, ωστόσο δεν είχε καμία σημασία, αφού η κοινωνία σε κάθε κρίση αναζητεί απεγνωσμένα αποδιοπομπαίο τράγο. 

Η αφήγηση αυτή πέρασε διά των Μέσων και συγκεκριμένων καθοδηγητών γνώμης (opinion leaders) στην εύπιστη κυπριακή κοινή γνώμη, η οποία ήταν και παραμένει σε μεγάλο βαθμό συγχυσμένη κι ανασφαλής για το μέλλον -πώς να μην είναι άλλωστε σε μια εποχή της διακινδύνευσης και της «δημοσιογραφίας» των fake news; Πρωτοσέλιδα, λοιπόν, μετατόπιζαν την προσοχή στους δασκάλους υποβαθμίζοντας ή και αποσιωπώντας τα κρίσιμα και εξαιρετικά σημαντικά ζητήματα που έπρεπε να απασχολούν. Τακτικές στήλες επιδίδονταν σε επαγγελματικό ρατσισμό, στα Μέσα Κοινωνικής Δικτύωσης γράφονταν απροκάλυπτα φληναφήματα με στόχο τα κλικ, ειδήσεις εκπαιδευτικής επικαιρότητας παρουσιάζονταν μονοδιάστατα και μεροληπτικά, μεμονωμένα δυσάρεστα περιστατικά μεγεθύνονταν και δραματοποιούνταν, τίτλοι έσπερναν ηθικολογικό πανικό, αρθρίδια γράφονταν για να προκαλέσουν και να προσκαλέσουν καταιγισμό αρνητικών, μέχρι και απειλητικών κι αισχρών σχολίων για τους δασκάλους κ.λπ. Αναμφίβολα, οι παραβιάσεις του Κώδικα Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας την τελευταία δεκαετία έχουν περάσει σε ιστορικό υψηλό επίπεδο. Η διάταξη, πιο συγκεκριμένα, που αφορά τον χλευασμό, διαπόμπευση και διασυρμό ατόμων και ομάδων έχει παραβιαστεί αναρίθμητες φορές. 

Ο Νόαμ Τσόμσκι, στην αρχή της οικονομικής κρίσης, δήλωσε ότι τα εύκολα θύματα σε περιόδους κρίσης είναι τα σχολεία κι οι δάσκαλοι. Αυτό φαίνεται δεν αλλάζει, ανεξαρτήτως του είδους της κρίσης. Ενδεχομένως, είναι ένας ψυχολογικός μηχανισμός άμυνας των ανθρώπων να μετατοπίζουν μια αρνητική κατάσταση σ’ ένα άλλο υποκατάστατο. Δίχως όμως αμφιβολία, είναι συνέπεια της αποκαρδιωτικής έλλειψης μιντιακού γραμματισμού (media literacy) της κοινωνίας, που συνοδεύεται από μια εξωφρενικά αφελή πίστη στον αφορισμό ότι το Κράτος a priori μέριμνα πάντα για το κοινό καλό, ενώ οι Άνθρωποί του όχι. 

Στο πλαίσιο αυτό, η δυνατότητα αντίδρασης του δασκάλου είναι περιορισμένη. Δέκα χρόνια είναι πολλά κι αρκετά για να εσωτερικευθούν και να παγιωθούν κάποιες αντιλήψεις και προκαταλήψεις στην κοινωνία. Το φαινόμενο, εξάλλου, είναι βαθιά πολιτικό, παγκόσμιο και συνακόλουθα πέρα από τις ατομικές του δυνάμεις. Παρ’ όλα αυτά, διατηρεί ακόμη τη δυνατότητα να κλείσει τ’ αυτιά του και με επιμονή και στοχοπροσήλωση να κάνει αυτό που ξέρει κι αγαπά. Να προσπαθήσει, με όση δύναμη διαθέτει, να αποξενωθεί από το τοξικό κλίμα που τον περιβάλλει και μέσα σε μια απομονωτική πληρότητα να αναστοχαστεί τον εαυτό του και την κρίσιμη αποστολή του σε μια μακρά γκρίζα περίοδο. Κι ακολούθως, να γράψει το προσωπικό του παιδαγωγικό μανιφέστο ως πράξη ευθύνης κι αγάπης προς τα παιδιά. Μόνο έτσι θα αντέξει τις ανεξέλεγκτες κι ασύμμετρες αντιξοότητες. Με αρματωμένη αγάπη, όπως έλεγε ο Πάουλο Φρέιρε. 

*Δάσκαλος

Digi-digi template

Back to TOP