Αντέχοντας ψυχικά σε περιόδους κρίσης

Οι τρέχουσες συνθήκες με την πανδημία του κορωνοϊού δοκιμάζουν, μεταξύ άλλων, την ψυχική αντοχή μεγάλων και μικρών. Όσον αφορά τα σχολεία, ο τρόπος λειτουργίας δεν άλλαξε απλώς, αλλά σχεδόν βίαια μεταβλήθηκε σε κάτι εντελώς διαφορετικό και ξένο, που έπρεπε όλοι ακαριαία να προσαρμοστούν. Τα σχολεία από τόποι χαράς, δημιουργίας και κοινωνικοποίησης μετατρέπονται σε χώρους υγειονομικής εγρήγορσης κι επιτήρησης. Το σχολικό περιβάλλον γίνεται ολοένα και πιο στρεσογόνο. Η κατάσταση αυτή επιφέρει έναν αβάσταχτο ψυχολογικό κάματο τόσο στους μεγάλους όσο και στα παιδιά. Ταυτόχρονα, όλοι οι εμπλεκόμενοι της Παιδείας σκούζουν συνεχώς για περισσότερα και πιο αυστηρά μέτρα προστασίας. Γίνεται αντιληπτό ότι αυτό είναι ίσως αναπόφευκτο, λόγω της κρισιμότητας της κατάστασης. Ωστόσο, το ερώτημα που αναφύεται είναι τι έγινε και τι γίνεται για να στηριχθούν ψυχολογικά οι δάσκαλοι και τα παιδιά; Ποιος μιλά για την ψυχολογική πίεση και το «υπόλοιπο» που αυτή θ’ αφήσει στα παιδιά και τους εκπαιδευτικούς; 

Στην Ελλάδα, για παράδειγμα, η Ελληνική Ψυχολογική Εταιρεία απευθύνθηκε από την πρώτη στιγμή (23 Μαρτίου 2020) ειδικά στους εκπαιδευτικούς με συμβουλές για να αντεπεξέλθουν της πρωτόγνωρης πίεσης και να ανταποκριθούν με επιτυχία στον νέο τους ρόλο. Στην Κύπρο οι εκπαιδευτικοί αισθάνονται μόνοι. Προσπαθούν φιλότιμα να εφαρμόσουν ενίοτε ανεφάρμοστα μέτρα και συνάμα να διατηρήσουν ένα ποιοτικό μαθησιακό περιβάλλον, νιώθοντας ότι όλοι απ’ έξω αναμένουν χαιρέκακα το πρώτο στραβοπάτημα για να τους «στήσουν στον τοίχο». Αποτελεί, όμως, νομοτέλεια ότι όταν αγχώνονται οι μεγάλοι υποφέρουν τα παιδιά. Η πίεση, σε τελευταία ανάλυση, συσσωρεύεται στα παιδιά. Θα μπορούσε, βεβαίως, να υπήρχε ένα διαφορετικό κλίμα. Ένα κλίμα που θα σεβόταν, θα «αγκάλιαζε» και θα υποστήριζε εκπαιδευτικούς και παιδιά, ώστε να μπορέσουν να αντέξουν στις τρέχουσες «γκρίζες» συνθήκες. Τουτέστιν, να αναπτύξουν αυτό που ονομάζεται «ψυχική ανθεκτικότητα». 

Η εποχή απαιτεί άμεσα αντανακλαστικά και προσαρμογή στις δύσκολες και κρίσιμες καταστάσεις. Η ομαλή προσαρμογή προϋποθέτει υποστήριξη κι όχι κατάκριση. Στην απουσία επίσημου υποστηρικτικού πλαισίου, οι εκπαιδευτικοί -όντας καταρρακωμένοι οι ίδιοι- διατηρούν τη δυνατότητα να αποτελέσουν με την παρουσία τους υποστηρικτικούς φάρους προς τα παιδιά. Συν τοις άλλοις, είναι επείγον να σχεδιάσουν ειδικές παρεμβάσεις με στόχο την ψυχική ανθεκτικότητα -μολονότι θα έπρεπε ήδη να «τρέχει» επίσημο πρόγραμμα ψυχολογικής ανάτασης των παιδιών. 

Σε τέτοιους αγχογόνους καιρούς χρειάζεται ν’ ακούμε ενεργά κι υπομονετικά τι λένε για τους φόβους τους τα παιδιά. Να τους εξηγήσουμε με απλά λόγια τι είναι ο φόβος, η αγωνία, το άγχος κι ότι αποτελούν φυσιολογικές ανθρώπινες εκφάνσεις. Να τα καθοδηγήσουμε να εντοπίσουν τους φοβικούς παράγοντες και να τα υποστηρίξουμε να αναπτύξουν εύκολες στρατηγικές αντιμετώπισής τους. 

Πέραν τούτων, εξέχων είναι ο ρόλος της επικύρωσης των συναισθημάτων τους. Το «μη φοβάσαι» δεν βοηθά καθόλου. Δεν υπάρχει μεγαλύτερη μορφή βίας από τη μη αναγνώριση των συναισθημάτων του άλλου. Για να νιώθει έτσι ένα παιδί έχει τους λόγους του. Να τους καταλάβουμε, αντί να τους αγνοήσουμε μεμιάς. Σεβασμός, λοιπόν, στο τι νιώθει το κάθε παιδί, ο κάθε άνθρωπος. 

Για ν’ αντέξει ένας άνθρωπος σε κρίσιμες στιγμές είναι απαραίτητη μια ισορροπημένη καθημερινότητα, η οποία να περιλαμβάνει επαρκή ξεκούραση και καλό ύπνο. Αποτελούν θέματα της οικογένειας, όμως ο εκπαιδευτικός μπορεί να τα θίξει ευαισθητοποιώντας και τους γονείς. Πλέον, κάθε χαραμάδα ελεύθερου χρόνου γεμίζει με «θόρυβο» κι αυτό επιδεινώνει το άγχος. Μια βόλτα στα ΜΜΕ καταλήγει μία καταθλιπτική εμπειρία, αφού με δραματικούς τρόπους παρουσιάζεται μια παγκόσμια δυστοπία. Υπ’ αυτές τις συνθήκες, η τεμπελιά -ένας άνθρωπος να μην είναι απασχολημένος με τίποτα- είναι ανθρώπινη ανάγκη. Είναι η ώρα που θα μείνει μόνος με τον εαυτό του. Πόσοι το αντέχουν; Η τεμπελιά, λοιπόν, είναι δικαίωμα και πρέπει να αποενοχοποιηθεί. Ο άνθρωπος δεν είναι φτιαγμένος να εργάζεται άοκνα όλη μέρα και το παιδί να διαβάζει τη σχολική ύλη ολημερίς. Χρειάζονται χρόνο για ενδιάμεση ξεκούραση, παρά να προσμένουν την ώρα που θα πέσουν «ξεροί» στο κρεβάτι. Η -ξεχασμένη- σιέστα, συγκεκριμένα, έχει συσχετισθεί με την ψυχική ηρεμία, τη μείωση διαφόρων κινδύνων υγείας κι εντέλει με τη βελτίωση της ποιότητας ζωής. 

Παρόμοια οφέλη έχει κι ο καλός ύπνος. Η ποιότητα και διάρκεια του ύπνου είναι εξαιρετικά σημαντική. Ο άνθρωπος κοιμάται το 1/3 της ζωής του. Αυτό από μόνο του αναδεικνύει τη σημασία του. Το βράδυ ξεκουράζεται ο εγκέφαλος, δημιουργούνται νέες συνδέσεις διαδικαστικής κυρίως μνήμης, ονειροπολεί βάζοντας σε τάξη τις σκέψεις κ.λπ. Ο κακός ή μη επαρκής ύπνος συνδέεται με αδυναμία την επόμενη ημέρα λήψης λογικών αποφάσεων, με μείωση σχολικών επιδόσεων, με κόπωση και προβλήματα υγείας, με ατυχήματα, καθώς σχεδόν το 20% οφείλονται σ’ αυτόν τον παράγοντα κ.ά. 

Αναμφίβολα υπάρχουν αρκετές εστιάσεις και πάρα πολλές τεχνικές, οι οποίες καλλιεργούν την ψυχική αντοχή κι εναπόκειται στην εκπαιδευτικό να σχεδιάσει ή να εντοπίσει τις καταλληλότερες. Σκοπός του παρόντος κειμένου δεν ήταν να τις παρουσιάσει εξαντλητικά, αλλά να καταδείξει το κενό που υπάρχει στον τομέα αυτό. Σε γενικές γραμμές, αυτό που χρειάζεται είναι η επανατοποθέτηση του ανθρώπου -είτε ενήλικα, είτε παιδιού- στο κέντρο του αξιακού συστήματος της κοινωνίας. Από τα πολλά πρωτόκολλα και τις πολλές κωδικοποιημένες ρυθμίσεις, φαίνεται ότι ξεχνιέται ο άνθρωπος με τις αφηγήσεις και τα συναισθήματά του. Στην απουσία επίσημου σχεδιασμού για ψυχολογική υποστήριξη, το «υπόλοιπο» που θα αφήσει η πανδημία στον ψυχισμό μικρών και μεγάλων θα είναι δυστυχώς μεγάλο. Μολαταύτα, οι εκπαιδευτικοί μπορούν να σώσουν οτιδήποτε αν σώζεται. 

*ΤΟΥ ΑΝΤΩΝΗ ΖΑΡΙΝΤΑ

Digi-digi template

Back to TOP